Το Δράν

Το ματωμένο τριαντάφυλλο

Θυμάσαι, τότε που μου χάρισες εκείνο το λουλούδι;
Θυμάσαι, το ζωγραφισμένο στα χείλη μου χαμόγελο;
Μοσχοβολούσε, γυάλιζε , έκρυβε όλη την… αγάπη
Έτσι μου είχες σιγοτραγουδήσει
Σαν τώρα το θυμάμαι
Το κρατώ στα χέρια μου, το περιεργάζομαι, το κοιτώ
Η γλυκιά του μυρωδιά, έντονη όπως τότε…
Τα πέταλα του εκατό και το χρώμα κόκκινο, πορφυρό
Εκατό χρόνια μιας παθιασμένης ζωής
Έτσι μου είχες ψιθυρίσει , γέρνοντας προς το μέρος μου
Ένα φιλί, μια αγκαλιά, ένα αίσθημα θαλπωρής
Ξαφνικά….
Πόνος, διαπεραστικός, οξύς
Χοντρές στάλες κυλούσουν δίχως σταματημό
Διέσχιζαν όλο το κορμί
Κατέβαιναν σιωπηλές, σκυθρωπές
Και το χρώμα τους
Κόκκινο, πορφυρό…
Αγκάθι είχε τρυπήσει
Είχε διαπεράσει το δέρμα
Το αγκάθι μιας εκατόχρονης ζωής
Μάτωσε τα ακροδάχτυλα
Τα ακροδάχτυλα εκείνα που το έκρυψαν μες τις παλάμες
το οδήγησαν μες τα μονοπάτια της καρδιάς
το γλυκοφίλησαν ευλαβικά
το προστάτεψαν
το αγκάλιασαν
Ονειρεύτηκαν, σάλπαραν για έναν άλλο κόσμο
Θέλησαν το μαζί, το για πάντα
Μια καταδικασμένη ουτοπία
Μια- απελπιστικά- ρομαντική κατασκευή του νου
Δύο τραγικές φιγούρες
Η μια διάλεξε τη ζωή
Κι η άλλη τον ” θάνατο”
Επιλογή της καταστροφής, λοιπόν,
Ήταν λιβάδι φουντωμένο
Ήσουν άγριος θεριστής
Μα σιγά- σιγά , γοργά-γοργά
Άλλαξαν οι μέρες, οι μήνες και τα χρόνια
Μαράθηκε και σάπισε το άνθος
Απογυμνώθηκε από πέταλα, φύλλα
Δεν έμεινε μήδε μπουμπούκι, μήδε μίσχος
Μα η αμυχή παρέμεινε
Δεν επουλώθηκε
Δεν ξέχασε, απλώς το έκρυψε στο αραχνιασμένο σεντούκι του μυαλού
Ποιος ξέρει άραγε αν κατάφερε να επουλωθεί η πληγή…
Ποιος ξέρει πότε θα θεραπευτεί το σακατεμένο δέρμα…
Άραγε πότε ανθίζουν τα λιβάδια;