Το Δράν

Στοιχείωσέ με ζωή!

Στοίχειωσέ με ζωή!

Σβήνουν όλα,

σβήνουν.

Προσπαθώ ν’ αγγίξω ένα δέντρο,

σκορπίζει.

Ένας λογισμός διασχίζει το ποτάμι

κι ο αέρας έχει πάψει.

Έπαψε να μου μιλά

να μου ψιθυρίζει μυστικά του δειλινού.

Μα η ποθητή σιωπή

μοιάζει πιότερο με θανάτου καταδίκη

παρά μ’ ελεύθερη πνοή.

Στοίχειωσε με ζωή!

Χτύπα με,

πλήγωσέ με

μα μην μ’ αφήνεις στο κενό.

Μπήγω τα νύχια μου στο χώμα

να ταράξω τη σάρκα της γης

να ξυπνήσω το αίμα που ξεψυχά.

Μεγάλα σύννεφα πνίγουν τη φωνή μου.

Πώς ν’ ακουστώ;

Πώς ν’ αρπάξω μια στάλα ελπίδα

ενώ όλα τ’ αυτονόητα

όλες οι περιττές μελωδίες

καταρρέουν;

Τελευταίο μου εφόδιο

το χαρτί,

που αγόγγυστα κουβαλάει

κάθε φόβο, κάθε πόνο

και χαρίζει

μια ύστατη μορφή

σε όσα χάθηκαν άδικα,

σε όσα μάτωσαν,

σε θύμησες

και σε όνειρα του χθες.

Ίσως δεν σβήνουν όλα,

να, αντίκρυ μου

μιαν ελπίδα του φωτός

πλανιέται.