Το Δράν

Σάπιος Κόσμος

Σάπισε ο κόσμος και αρχίζει να βρωμάει.

Στα φθαρμένα γοργά βήματα που γδέρνουν την άσφαλτο.
Στους σιδερένιους δολοφόνους και στο μπαρούτι.
Στους λόφους, στα λιμάνια και τις πλατείες.

Στο ψωμί σάπισε ο κόσμος.
Δεν είναι πια γλυκό καθώς το τρως,
μα αίμα στάζει και δάκρυα.
Σε πνίγει.

Σάπισαν οι οικογένειες στα σπίτια.
Κυρίως στα σπίτια.
Από τα ψηλά μπαλκόνια μού έρχεται βρώμα μεγάλη.

Σάπισαν τα μυαλά.
Σάπισαν και βρήκε ευκαιρία
στο άδειο ο αέρας να τρυπώσει.

Σάπισαν τα βιβλία.
Οι λευκές σελίδες μοιάζουν για τα γράμματα απέραντο νεκροταφείο.
Κείτονται.
Βουβά και άψυχα.

Σάπισαν οι ιδέες.
Μοιάζουν πια με αγρότες
που σπέρνουν σάπιους σπόρους.

Σάπισε το γιασεμί στην τσιμεντένια ταράτσα
και μια φωνή μικρού παιδιού απ’ το παιχνίδι.

Σάπισε η αγάπη.
Ζέχνει πια από ανάγκη, ξεπεσμό και υποκρισία.
Αγάπη συναλλακτική.

Σάπισε και το λευκό περιστέρι
που μάτωνε αργά στα σύρματα.

Εδώ θα πει κανείς πως σάπισε το Σύμπαν.
Καθώς ο ήλιος σταμάτησε να ανατέλλει.
Μόνο δύει.


Σάπισε ο κόσμος·
μαζί του κι εγώ!