Το Δράν

Πανελλήνιες

Πανελλήνιες:ανακούφιση ή νοσταλγία;

Το κεφάλαιο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ αποτελεί για τους περισσότερους μαθητές, μάλλον, μια κακή ανάμνηση.
Πώς, άλλωστε, να μην είναι όταν για τουλάχιστον τρία ολόκληρα χρόνια οι έφηβοι χρειάζεται να παλέψουν για την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, θυσιάζοντας τον προσωπικό τους χρόνο και συχνά την ψυχική τους ηρεμία;
Είναι, λοιπόν, φυσιολογικό μια μεγάλη μερίδα νέων να δυσανασχετεί φέρνοντας στο μυαλό της αυτή την τόσο αγχωτική περίοδο.
Θα ήθελα, όμως, να θέσω μια νέα παράμετρο στο όλο ζήτημα. Προσωπικά, αν και ήμουν από τα παιδιά που αγχώνονταν πολύ, γιατί είχα θέσει εξ’ αρχής έναν στόχο που ήθελα να πραγματοποιήσω πάση θυσία, και παρά την κούραση, ψυχική αλλά και σωματική ,πιστεύω πως η Τρίτη Λυκείου θα αποτελεί πάντα μια γλυκιά, κατά τα άλλα, ανάμνηση. Όταν αποστασιοποιείσαι από κάποιες δύσκολες, θα λέγαμε, καταστάσεις, τότε καταλαβαίνεις και την αξία τους.
Πράγματι, η εξάντληση, η πίεση, η απότομη αλλαγή στη διάθεση, είναι σχεδόν αναπόφευκτα, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας. Ας αναλογιστούμε, ωστόσο, και τα θετικά αυτής της διαδρομής.
Αρχικά, είναι μια διαδικασία που σε κάνει, θέλοντας και μη, να γνωρίσεις τα όριά σου αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις να τα ξεπεράσεις. Μαθαίνεις καλύτερα τον εαυτό και τις αντοχές σου. Κι όταν πια φτάνει το τέλος, το οποίο, αν έχεις προσπαθήσει σκληρά, συνήθως, είναι αίσιο, τότε δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά και ικανοποίηση. Και είναι ακόμα πιο έντονη η ευτυχία, επειδή τον αγώνα αυτό τον δίνεις μόνος σου. Είσαι απλά εσύ. Δεν μπορεί να σε βοηθήσει κανένας άλλος αν πρώτα-πρώτα δεν βοηθήσεις εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου. Είναι από τις λίγες περιπτώσεις στην εφηβική σου ζωή που απελευθερώνεσαι από τη βοήθεια των «μεγάλων». Δεν είσαι ένα μικρό παιδάκι πια , αλλά ένας εν δυνάμει ενήλικος που χρειάζεται να αποφασίσει ο ίδιος για το μέλλον του και να καταβάλει προσπάθειες για να διεκδικήσει την μελλοντική του ευτυχία και επιτυχία.
Ακόμη, μέσα σε όλη αυτή την διαδρομή, είναι πολύ πιθανό, να βρεις ανθρώπους που πρώτα -πρώτα θα τους εκτιμήσεις και ύστερα θα τους αγαπήσεις, γιατί εκτός από τις ακαδημαϊκές τους γνώσεις, θα σου προσφέρουν στήριξη, καθοδήγηση και κατανόηση.
Ο λόγος, φυσικά, για τους καθηγητές. Ο καθηγητής στην Τρίτη Λυκείου έχει καταλυτικό ρόλο, ακριβώς γιατί με μια μόνο κουβέντα του μπορεί να τονώσει την ψυχολογία σου και εκεί που όλα φαντάζουν δύσκολα και ακατόρθωτα, γίνονται κάπως πιο απλά και ανακουφιστικά. Αποτελεί το μεγαλύτερό σου στήριγμα, διότι γνωρίζει πολύ καλά το ‘βάρος’ των εξετάσεων και πώς μπορεί να σε βοηθήσει να διαχειριστείς, ως έναν βαθμό, το άγχος και όλη την πίεση. Καθημερινά, μάλιστα, τον συναναστρέφεσαι, ίσως και περισσότερο, από τα συγγενικά σου πρόσωπα κι έτσι σταδιακά υφαίνεται μια σχέση που προσεγγίζει την οικογενειακή.
Απόδειξη για τη σπουδαία σχέση καθηγητή-μαθητή αποτελεί και το παράδειγμα του μεγάλου φιλοσόφου και λογοτέχνη «Αμπέρ Καμύ». Μετά την βράβευσή του με Νόμπελ, στέλνει ένα γράμμα στον δάσκαλό του. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του:
«Χωρίς εσάς, χωρίς το χέρι που στοργικά απλώσατε στο φτωχό παιδί που ήμουν τότε, χωρίς τη διδασκαλία και το παράδειγμά σας, τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί.

Δεν πρόκειται να κερδίσω πολλά από αυτή την τιμή. Μου δίνει όμως τουλάχιστον την ευκαιρία να σας πω τι υπήρξατε και εξακολουθείτε να είστε για μένα και να σας διαβεβαιώσω ότι οι προσπάθειές σας, το έργο σας, και η γενναιόδωρη καρδιά σας εξακολουθούν να ζουν σε έναν από τα μικρά σχολιαρόπαιδά σας που παρά τα χρόνια, δεν έπαψε ποτέ να είναι ευγνώμων μαθητής σας.»
Ο Αλμπέρ Καμύ αποδεικνύει πως η σχέση με τους καθηγητές μας μπορεί θεωρητικά να τελειώνει μετά την εισαγωγή μας στο Πανεπιστήμιο, πρακτικά, όμως, είναι αέναη και παραμένει ανεξίτηλη σίγουρα και στο λογιστικό αλλά και στο θυμοειδές κομμάτι μας. Σκεφτείτε πόσο πιο ανυπόφορη θα ήταν αυτή η φάση της ζωής μας αν δεν είχαμε και κάποιους ανθρώπους που να νιώθουμε κοντά μας και να μας υποστηρίζουν.
Είναι πραγματικά συγκινητικό η σχέση με τους άλλοτε εκπαιδευτικούς μας να χαίρει βαθειάς εκτίμησης και σεβασμού ακόμη και πολλά χρόνια μετά, όπως στην περίπτωση του Καμύ.
Γι’ αυτό, αναλογιζόμενοι όλα αυτά, κι ενώ κάποτε μπορεί να θεωρούσαμε πως σκεπτόμενοι την περίοδο των Πανελλαδικών, θα «πετάγαμε» από τη χαρά μας που αυτή τελείωσε, μήπως, τελικά, πάντα πίσω από αυτό το κεφάλαιο θα βρίσκεται και μια γλυκιά νοσταλγία για όλα αυτά που ζήσαμε αλλά και για όλους τους ανθρώπους που γνωρίσαμε;