Τις τελευταίες ημέρες το θέμα που απασχολεί έντονα την ελληνική κοινή γνώμη είναι η τραγωδία στο Πέραμα. Το περιστατικό αυτό αποτελεί περίτρανο παράδειγμα του πόσο επικίνδυνες μπορεί να καταστούν οι αστυνομικές καταδιώξεις εντός του αστικού ιστού. Μια καταδίωξη βράδυ Σαββάτου, που ξεκίνησε από το ύψος του Ρέντη και κατέληξε στο μακρινό Πέραμα. Δέκα ολόκληρα χιλιόμετρα απέχει περίπου η μία περιοχή από την άλλη. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία σημειώθηκαν μέχρι και παραβιάσεις φωτεινών σηματοδοτών από τους καταδιωκόμενους και κατά συνέπεια από τους αστυνομικούς. Τι συζήτηση θα γινόταν τώρα άραγε αν κάποιος «άτυχος» βρισκόταν στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή; Πώς θα ένιωθε η οικογένεια του για αυτήν την τόσο μεγάλη απώλεια; Τα δύο αυτά ρητορικά ερωτήματα είναι που οδήγησαν τον επικεφαλής της διεύθυνσης Άμεσης Δράσης να δώσει εντολή για άρση της καταδίωξης. Αν η εντολή είχε ληφθεί υπόψη από τους αστυνομικούς με το να υπακούσουν, η τραγωδία αυτή δεν θα συνέβαινε ποτέ. Ωστόσο οι αστυνομικοί απ’ ότι φαίνεται (σύμφωνα με αυτή την εκδοχή) φέρουν σοβαρή ευθύνη, διότι προσπάθησαν να ηρωποιηθούν μη εκτελώντας στις εντολές των ανωτέρων τους. Σύμφωνα όμως με νεότερα στοιχεία η εντολή αυτή ίσως και να μην μεταβιβάστηκε ποτέ στους αστυνομικούς, οι οποίοι επικοινωνούσαν σχεδόν διαρκώς με το κέντρο επιχειρήσεων. Μια μικρή αλλαγή των δεδομένων λοιπόν ανατρέπει εντελώς την κατάσταση και συνεπώς το ποιος έχει ευθύνη για τον θανάσιμο τραυματισμό του ενός από τους τρεις καταδιωκόμενους. Τα στοιχεία λοιπόν της υπόθεσης δεν είναι ακόμη διαυγή. Επιπλέον δεν είναι ξεκάθαρος ακόμη και ο λόγος για τον οποίο σε ντοκουμέντο ο επικεφαλής της ομάδας ΔΙΑΣ, δηλώνει την μη ύπαρξη τραυματισμένων συναδέλφων, ενώ στο δελτίο τύπου της αστυνομίας αναφέρθηκε πως υπήρξαν και δυο τραυματίες αστυνομικοί…
Κατά τη γνώμη μου κακώς η κοινή γνώμη εστιάζεται στην κατάληξη του συμβάντος και όχι στην αφετηρία του. Έστω ότι οι αστυνομικοί τελικά κατάφερναν να ακινητοποιήσουν επιτυχώς το άσπρο όχημα, χωρίς τραυματισμούς και πυροβολισμούς, έχοντας ωστόσο ανυπακούσει στις εντολές των ανωτέρων τους. Σε αυτή την περίπτωση θα γινόταν πειθαρχικός έλεγχος; Θα λάμβανε δημοσιότητα το ζήτημα για τον ενδεχόμενο κίνδυνο που δημιούργησε η καταδίωξη των υπόπτων σε δρόμους όπου κινούνται αρκετά οχήματα (ακόμη και το βράδυ); Η απάντηση είναι μάλλον όχι, γεγονός που εξηγεί και το γιατί οι αστυνομικοί μπορεί να συνέχισαν την καταδίωξη, μη υπακούοντας στις εντολές.
Παρ’ όλα αυτά, εκεί που κατέληξε η καταδίωξη, είχαν το δικαίωμα οι αστυνομικοί να πατήσουν την σκανδάλη, με τον κίνδυνο να αφαιρέσουν τη ζωή πιθανώς άοπλων απείθαρχων πολιτών; Η νομοθεσία εκφράζει πάντως ρητά, πως οι αστυνομικοί μπορούν μόνο να ανταποδώσουν πυρά με εξαίρεση την περίπτωση που υπάρχει η απειλή του τραυματισμού ή του θανάτου. Ένα όχημα μικρού κυβισμού με την ταχύτητα της όπισθεν μπορούσε να σκοτώσει τον αναβάτη αστυνομικό που βρισκόταν πολύ κοντά στο αυτοκίνητο; Μπορούσε να τον τραυματίσει; Αν ναι, ο πυροβολισμός απέναντι σε ένα αμάξι με την ταχύτητα της όπισθεν είναι υπέρβαση αυτού που αποκαλούμε «αυτοάμυνα»; Ο πυροβολισμός ήταν η μόνη λύση ή το αυτοκίνητο προλάβαινε να ακινητοποιηθεί με την στόχευση και τις βολές στα ελαστικά;
Τα ερωτήματα αυτά ασφαλώς και δεν μπορούν να απαντηθούν ακόμα, γι’ αυτό και την εξονυχιστική τους ανάλυση θα αναλάβει η ανεξάρτητη δικαιοσύνη. Επειδή ωστόσο η δικαιοσύνη στη χώρα μας «παίρνει τον χρόνο της» θα καταθέσω τη δική μου άποψη, σύμφωνα πάντα με τους ισχύοντες νόμους και όχι με βάση την κοινωνική ηθική (η οποία στην προκειμένη περίπτωση δεν βοηθά ιδιαίτερα). Με σχέδιο νόμου του κ.Χρυσοχοΐδη που τέθηκε σε ισχύ το 2002, οι αστυνομικοί σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφο 4 απαγορεύεται να πυροβολήσουν όποιον τρέπεται σε φυγή από νόμιμο έλεγχο. Άρα de facto καταρρίπτεται το επιχείρημα « αρνήθηκαν έλεγχο, ο αστυνομικός μπορούσε να τους πυροβολήσει εφόσον έκρινε ότι είναι επικίνδυνοι». Το επιχείρημα που ακούγεται όμως έντονα από τις ενώσεις αστυφυλάκων αναφέρεται στο ότι υπήρχε η δυνατότητα εξουδετέρωσης των επιβαινομένων στο όχημα, εφόσον υπήρχε ο κίνδυνος για θάνατο η πρόκληση σοβαρής σωματικής βλάβης (άρθρο 5 παράγραφος 1). Βέβαια η πρόθεση των αστυνομικών σύμφωνα με τα λεγόμενά τους ήταν η ακινητοποίηση του οχήματος και όχι η εξουδετέρωση των επιβαινόντων. Αν κάτι τέτοιο ισχύει γιατί πυροβόλησε ο κάθε αστυνομικός πλην του αξιωματικού έξι φορές (38 σφαίρες συνολικά, οι δύο του αξιωματικού ως προειδοποιητικές). Αν λάβουμε υπόψη πως η αστυνομία είναι εξοπλισμένη κυρίως με τα αυστριακής κατασκευής πιστόλια “GLOCK”, δεν αποκλείεται οι αστυνομικοί να χρησιμοποίησαν όλες τις διαθέσιμες σφαίρες στη γεμιστήρα τους, εφόσον τα “Glock 17” έχουν ως αρχικό γεμιστήρα εκείνον τον 6 σφαιρών. Εφόσον ο στόχος ήταν η ακινητοποίηση γιατί χρησιμοποιήθηκαν όλες οι διαθέσιμες σφαίρες; Μήπως τελικά στόχος τους ήταν να ακινητοποιήσουν το όχημα με κάθε δυνατό κόστος; Άρα καταλαβαίνουμε ότι ενδεχομένως υπάρχει δόλος από μεριάς των αστυνομικών. Βέβαια ο δόλος αυτός δικαιολογείται αν όντως υπήρχε κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής σωματικής βλάβης του συναδέλφου τους αστυνομικού, που βρέθηκε σε σύγκρουση με το όχημα. Αν το όχημα αποδειχθεί πως σε λειτουργία όπισθεν μπορούσε να αναπτύξει ταχύτητα άνω των 20 χιλιομέτρων ανά ώρα, τότε ίσως και να δικαιολογείται η πράξη των αστυνομικών, εφόσον η πιθανότητα θανάτου σε τέτοια σύγκρουση κυμαίνεται στο 5 με 10 τοις εκατό περίπου.
Η υπόθεση όπως καταλαβαίνουμε λοιπόν είναι πολυπαραγοντική. Πρέπει λοιπόν να αναμένουμε μέχρι να έρθουν όλα τα στοιχεία στην επιφάνεια, καθώς οποιαδήποτε διαφορετική συζήτηση θα είναι καφενειακού χαρακτήρα. Μια ανατροπή σε ένα δεδομένο μπορεί να ανατρέψει ολόκληρη την έκβαση της υπόθεσης. Γι’ αυτό ας έχουμε υπομονή μέχρι να στήσουμε τα λαϊκά μας δικαστήρια…
(Την υπουργική απόφαση του 2002 μπορείτε να διαβάσετε με όλα τα άρθρα της πατώντας εδώ)