Το Δράν

Ελευθερία του λόγου και το παράδξο τησ ανοχής

Πρόσφατα νομοσχέδιο κατατέθηκε στην βουλή που δρα ως λειτουργικό “μπλόκ” στην συμμετοχή του νεοναζιστικού μορφώματος “Έλληνες Για την Πατρίδα” το οποίο συστάθηκε με ηγετική μορφή τον φυλακισμένο Ηλία Κασιδιάρη. Ο νόμος αυτός προτάσσει τον περιορισμό των πολιτικών δικαιωμάτων ατόμων που εκτίουν ποινή για σύσταση ή/και συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση. Κι ενώ μια επιφανειακή ανάγνωση δίνει καλές εντυπώσεις για τη φύση του συγκεκριμένου νομοθετήματος οι προβληματικές που δημιουργούνται γύρω από αυτό είναι στην πραγματικότητα αρκετά περίπλοκες.

 Το θεμελιώδες ερώτημα που προκύπτει είναι το εάν και κατά πόσο είναι θεμιτό ή ακόμα και αξιακά σωστό να περιορίζονται οι ελευθερίες του λόγου και των πολιτικών δικαιωμάτων γενικά. Η βασική θεώρηση του δημοκρατικού ιδεώδους άλλωστε απαιτεί απειρία της ελευθερίας του λόγου, βασίζεται στο ατομικό δικαίωμα του ανθρώπου να τοποθετείται και να πολιτεύεται και δεν ενέχει την λογοκρισία προτού να γίνει ανελεύθερη. Αυτή η προσέγγιση είναι η πιο απλή και η ιστορικά επικρατέστερη όμως δεν είναι η μοναδική. Ο φιλόσοφος Κάρλ Πόπερ έδωσε τον 20ο αιώνα μια διαφορετική οπτική, εμπνευσμένος εν πολλοίς από την άνοδο του φασισμού στην Γερμανία. Το λεγόμενο “Παράδοξο της ανοχής” (Tolerance Paradox) είναι το εξής: “Η άπειρη ανοχή θα πρέπει να οδηγήσει στον αφανισμό κάθε ανοχής. Αν προεκτείνουμε την ανοχή στους μη ανεκτικούς, αν δεν είμαστε έτοιμοι να υπερασπιστούμε την ανεκτική κοινωνία ενάντια στην σφαγή της μη ανοχής τότε αυτή θα καταστραφεί”. 

 Ο λόγος αυτός περιεκτικά σημαίνει πως αν μια δημοκρατία δίνει τόπο στο αντιδημοκρατικό να εκφράζεται υποσκάπτει τα ίδια της τα θεμέλια. Το να επιτρέπει ένα κράτος για παράδειγμα την ρητορική μίσους ή το δικαίωμα του εκλέγεσθαι ενός ναζί ο οποίος τάσσεται ρητά ενάντια στην ανοχή την ελευθερία και την δημοκρατία είναι αξιακά λάθος και οδηγεί στην ίδια της την πτώση. Ο Πόπερ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συντήρηση μιας ανεκτικής κοινωνίας προαπαιτεί την θεσμική λογοκρισία των μη ανεκτικών φιλοσοφιών. Είναι αυτή η φιλοσοφική θεώρηση που μας δίνει πολλούς νόμους των τελευταίων ετών οι οποίοι θέτουν σε παρανομία την προτροπή σε βία, την ρητορική μίσους , τον ρατσισμό, την ομοφοβία και κάθε ιδεολογία που είναι ενάντια στα κεκτημένα δικαιώματα του ανθρώπου. Η τελευταία φαίνεται να είναι και η προσέγγιση της κυβέρνησης ενάντια στο νεοναζιστικό μόρφωμα του Κασιδιάρη. Εύλογα όμως και σε παρόμοιο συνειρμό με αυτόν του Πόπερ μπορεί κανείς να πει ότι μια δημοκρατία που ενέχει την λογοκρισία θα καταλήξει στον αφανισμό κάθε ελεύθερης έκφρασης. Δεν είναι τρελό ή μακρινό η γραμμή μεταξύ του γνήσια αντιφασιστικού νομοθετήματος και του νομοθετήματος γενικότερου και πιο μεθοδευμένου περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης να γίνει θολή.

 Τι συνιστά τρομοκρατική οργάνωση; Τι συνιστά ρητορική μίσους ή προτροπή σε βία; Ποια τοποθέτηση είναι εν τέλει βλαβερή για την δημοκρατία; Είναι δυνατόν να φανταστούμε ένα καθεστώς που “βαφτίζει” με τέτοιους όρους κάθε τι που του αντιτίθεται και θέτει κατά αυτόν τον τρόπο εκτός νόμου την ουσιαστική του αντιπολίτευση. Αυτή την προβληματική θέτει η ριζοσπαστική αριστερά με το ΚΚΕ μεταξύ άλλων να καταψηφίζει τον νόμο. Για να πάρουμε ως παράδειγμα το ΚΚΕ το πρόγραμμα του καθαρά και απροκάλυπτα μιλάει για ένοπλη επανάσταση για την ανατροπή του καπιταλισμού και της αστικής δημοκρατίας. Είτε συμφωνεί κανείς με αυτό είτε όχι, αποτελεί προτροπή σε βία; Πρακτικά ναι, όμως η ρητορική της αριστεράς δικαιολογεί την προτροπή σε βία επικαλούμενη την νομιμοποίηση της από τον λαό καθώς η επανάσταση αυτή δεν καλείται να περατωθεί από μια κάστα ανθρώπων που θα καταλύσουν την δημοκρατία αλλά από τον ίδιο τον λαό στην φάση εκείνη όπου οι εργάτες θα έχουν ταξική συνείδηση και θα επιλέξουν την ανατροπή. Αν όμως αυτό δεν αρκεί για έναν αυστηρό μελλοντικό νόμο περί προτροπής σε βία, το ΚΚΕ που σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί τρομοκρατική οργάνωση δεν αποκλείεται καθόλου να τεθεί εκτός νόμου ως μια. Αυτή η προβληματική επεκτείνεται σε όλη την αριστερά καθώς οποιοδήποτε ριζοσπαστικό, μη ρεφορμιστικό ρεύμα θα μπορεί να θεωρηθεί βίαιο και να γίνει παράνομο με τα μέλη του φυλακισμένα και άνευ πολιτικών δικαιωμάτων. Υπό αυτό το φως το νομοσχέδιο αυτό φαίνεται να έχει απλώς ένα αντιφασιστικό “περιτύλιγμα” και ουσιαστικά να είναι ενάντιο σε ένα ολόκληρο ρεύμα αμφισβήτησης του καπιταλιστικού ρεαλισμού και αντίθετο ευρύτερα στον ριζοσπαστισμό.

 Άλλο βασικό πρόβλημα βρίσκεται στην επικοινωνιακή αστοχία του εν λόγω νόμου. Είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη ότι ο φασισμός είναι ένα ρεύμα που από τις απαρχές του ως παραφθορά του σοσιαλισμού (εθνικοσοσιαλισμός) αρέσκεται στο να παρουσιάζει τον εαυτό του ως αντισυστημικό. Έτσι άλλωστε αποκτά την στήριξη των θυμάτων-ψηφοφόρων του οι οποίοι είναι άνθρωποι απελπισμένοι που ανήκουν στις κατώτερες οικονομικές τάξεις. Η πράξη σαφώς δείχνει ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει καθώς ο φασισμός δεν αντιτίθεται στο υπαρκτό σύστημα του καπιταλισμού ή στον υπαρκτό θεσμό του κράτους αλλά εμφανίζει αδιόρατα “συστήματα” που προσπαθούν να υπονομεύσουν το έθνος, είτε είναι οι Εβραίοι, είτε οι Κομμουνιστές, είτε οι ξεπουλημένοι στους ξένους πολιτικοί είτε οποιαδήποτε άλλη δακτυλοδεικτούμενη από την συνωμοσιολογία του ομάδα ανθρώπων. Όμως το αφήγημα παραμένει εξαιρετικά αποτελεσματικό, ο Χίτλερ εμφανίστηκε ως ριζοσπαστικός για τα δεδομένα της Γερμανίας της δεκαετίας του ‘30 και σε παρόμοια ατραπό βάδισε η Χρυσή Αυγή δεκαετίες αργότερα. Πρέπει εδώ να διερωτηθούμε λοιπόν, αν το επικοινωνιακό αποτέλεσμα του να θέτεις τα ναζιστικά κόμματα εκτός νόμου είναι υπέρ τους καθώς εξυπηρετεί το αφήγημα της “επαναστατικότητας” τους έναντι στο “σύστημα”. Ο λαϊκισμός μπορεί να οικειοποιηθεί την λογοκρισία και να φωνάξει “Μας φιμώνουν επειδή δεν τους προσκυνάμε” και ίσως αυτό να είναι και το κομβικό σημείο της ανόδου του.

 Εν τέλει η θεσμική λογοκρισία του Κασιδιάρη ανοίγει πολλές παραγράφους φιλοσοφικής συζήτησης. Σίγουρα, ακόμη και όσοι στηρίζουν το εν λόγω νομοσχέδιο αντιτίθενται στην άκρατη λογοκρισία και βλέπουν την “παγίδα” την οποία αυτό περιέχει. Η λογοκρισία είναι μια εύκολη λύση, το ιδανικό είναι τα ρεύματα αυτά όσο και αν φωνάζουν να μην έχουν απήχηση πράγμα που μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την ουσιαστική ιστορική και πολιτική μόρφωση, την  συνειδητοποίηση των πολιτών. Αυτός είναι ένας πολύ δύσκολος αγώνας ο οποίος θα διεξαχθεί πρωτίστως και κυρίως μέσω της παιδείας η οποία θα πρέπει επιτέλους να αναλάβει ως χρέος της την παραγωγή χαρακτήρων και όχι υπαλλήλων.