Καθόταν εκεί
σε μιαν άκρη.
Στολισμένοι δρόμοι,
πολύχρωμα φώτα, λάμψεις,
άνθρωποι γιορτινοί
με παγωμένα χέρια.
Στη στάση του λεωφορείου
ένα σαββατιάτικο απόγευμα
τον είδα.
Γρατζουνούσε μια κιθάρα
φθαρμένη, παλιά.
Τραγουδούσε.
Σταματούσε κάπου-κάπου
να σφουγγίξει τον ιδρώτα απ’ το μέτωπο.
Ύστερα,
συνέχιζε
τη μελωδία του,
μια μελωδία παράφωνη, γλυκιά
που σκόρπιζε
στους ουρανούς
της ακοίμητης μεγάλης πόλης.
Η φωνή του
δεν άγγιζε τους περαστικούς.
Δεν τον ένοιαξε διόλου,
το’ κανε για τη ψυχή του
ήτανε η ίδια η ψυχή του
που φώναζε, πονούσε μέσα
σ’ εκείνο το ραγισμένο τραγούδι.
Ο ήλιος άρχισε να δύει.
Μια ηλικιωμένη κυρία,
σκυφτή πλησιάζει,
του χαρίζει φαγητό.
Ετούτη η στιγμή
η φευγαλέα
προτού χαθούν κι οι δυο:
τα χέρια της μέσα στα δικά του,
το ξέπνοο ευχαριστώ,
δυο δακρυσμένα μάτια,
το φοβισμένο χαμόγελο της καλοσύνης.
Μόνο τούτη τη στιγμή
θέλω να ονομάσω
Ανθρωπότητα.
Όχι τους πολέμους,
όχι τα αγάλματα,
μονάχα το σμίξιμο
ωκεανών που άλλοτε χτυπιούνται,
και τώρα σπάζουν τους φόβους
και γίνονται θεμέλια του Καλού.
Κι όλ’ αυτά,
σε μια γωνιά,
μακριά απ’ το φως.
Η δύναμη δε χρειάζεται το φως,
ποτέ της δεν το χρειάστηκε,
πηγάζει απ’ το δίκιο.
Σε τούτη τη στιγμή
είδα
τον παράδεισο.