Το Δράν

Αιωνία σου η μνήμη Σμύρνη…

Αιωνία σου η μνήμη Σμύρνη…

8 Σεπτεμβρίου1922, Σμύρνη

4 π.μ.

Με ξύπνησε η μάνα μου αξημέρωτα. Δεν είχα καν προλάβει να ανοίξω τα μάτια μου, όταν ένιωσα το χέρι της να μου καλύπτει το στόμα. Κοίταξε τα γυαλιστερά αγουροξυπνημένα μάτια μου και με έναν ασυνήθιστα αυστηρό τρόπο μου ψιθύρισε «Μη βγάλεις άχνα». Μου πήρε κάμποσο να καταλάβω τι συμβαίνει. Παρατηρούσα σαν απλός θεατής τις αδερφές μου να σιγοκλαίνε και τη νενέ να τις παρηγορεί χαϊδεύοντας τα μεταξένια μαλλιά τους. Δεν τολμούσα να ρωτήσω τι συμβαίνει. Ξάφνου εμφανίστηκε μια γνώριμη φιγούρα. Η σκιά έσερνε το μαύρο αόρατο κορμί της σε κάθε σκαλί που κοπίαζε να ανεβεί. Το σκηνικό θύμιζε έναν από τους συνηθισμένους εφιάλτες μου τον τελευταίο καιρό. Προσπάθησα να κουνηθώ για να ξυπνήσω αλλά μάταια. Η μάνα με έσφιξε στην αγκαλιά της σαν να λησμόνησε ότι η ανάσα μου δίνει ζωή. Δεν μίλησα παρά μόνο άρχισα να σιγοκλαίω, ακολουθώντας την μελωδία και τον ρυθμό των αδερφών μου. Τότε η σκιά, η οποία στο μεταξύ κατάφερε να ανέβει την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο υπνοδωμάτιο, πλησίασε τις αδερφές και τη νενέ μου. Μόλις έτεινε το χέρι του προς αυτές, πετάχτηκα, ελευθερώνοντάς με από της ασφυκτική ανθρώπινη φυλακή μου και φώναξα «Μη τις πειράξεις!». Η σκιά γύρισε προς το μέρος μου. Μια χαραμάδα ανάμεσα στις πελώριες κεντημένες κουρτίνες του δωματίου επέτρεψε στο φως να σταματήσει το παραλήρημά μου, αποδεικνύοντας ότι η σκιά δεν ήταν το τέρας του εφιάλτη μου αλλά:

– Ανδρέα;, αποκρίθηκα έκπληκτη, αφήνοντας ένα δάκρυ να κυλήσει στο λείο δέρμα του μάγουλού μου.

– Πάψε Λία!, είπε ψιθυριστά η μάνα , η οποία προσπάθησε να με τραβήξει προς το μέρος της.

– Αφήστε τη μητέρα!. Νενέ μου, άσε τα κορίτσια να με αγκαλιάσουν., είπε ο Ανδρέας και άνοιξαν τα χέρια του σαν μια πύλη προς τον παράδεισο.

Οι αδερφές μου έτρεξαν καταπάνω του συγκινημένες. Ο Ανδρέας τις αγκάλιασε σφιχτά έχοντας όμως τα μάτια του καρφωμένα στο σαστισμένο μου βλέμμα. Ένιωσα τα πόδια μου να κόβονται και να αφήνουν το κουρασμένο σώμα μου να πέσει στο πάτωμα. Τότε ο Ανδρέας παραμέρισε τις αδερφές μου και έτρεξε να με κρατήσει. Τα χέρια του με έπιασαν στιβαρά από την λεπτεπίλεπτη μέση μου και έφερε το πρόσωπό του σε απόσταση αναπνοής από το δικό μου. Με κοίταξε βαθιά στα μάτια και ένα δάκρυ κύλησε, όπως μια σταγόνα νερού κυλάει από τα βρεγμένα φύλλα μετά τη βροχή.

-Λία μου, είσαι καλά; Δε χαίρεσαι που γύρισε ο αρραβωνιαστικός σου;, μου είπε κοιτώντας τη γαλήνια θάλασσα μέσα στα μάτια μου. Στο άκουσμα αυτών, τα χέρια μου βρήκαν τη δύναμη να κατευθυνθούν στο πρόσωπο του και οι παλάμες ακούμπησαν στο ξεθωριασμένο δέρμα του. Ο Ανδρέας έγειρε το κεφάλι για να απολαύσει το άγγιγμα που είχε τόσους μήνες στερηθεί. Τα ακροδάχτυλά μου εξέταζαν και την παραμικρή λεπτομέρεια στο πρόσωπο που ήξερα καλύτερα και από το δικό μου.

-Ανδρέα…, ψέλλισα και έσμιξα τα χείλη μου με τα δικά του. Δεν πρόλαβα όμως να το απολαύσω τόσο όσο θα ήθελα. Ο Ανδρέας με σήκωσε. Κράτησε τα χέρια μου μέσα στα δικά του. Τα φίλησε με σεβασμό. Ύστερα, αγκάλιασε τη μάνα μου, η οποία τον καλωσόρισε. Μετά, στράφηκε στη νενέ μου και εκείνη του φίλησε ευλαβικά τα χέρια. Στο τέλος, γύρισε σε όλους και είπε με τόνο επιβλητικό αλλά με μια δόση στεναχώριας:

-Δε σας φέρνω καλά νέα. Ο στρατός υποχωρεί. Η Σμύρνη θα καεί. Πρέπει να φύγουμε.

Όταν ακούσαμε αυτά, τα πρόσωπα μας χλόμιασαν. Δε θέλαμε να πιστέψουμε στα αυτιά μας. Η μάνα μου κοίταξε τον Ανδρέα και τα μάτια της εκτόξευαν φωτιές.

-Δε σε πιστεύω. Ο στρατός μας ακόμα πολεμάει τους Τούρκους μέσα στη χώρα αυτή. Η κυβέρνηση δε θα το άφηνε ποτέ να συμβεί αυτό., είπε θυμωμένα.

-Πάψε! Δε θέλω να σε ακούω. Δεν είσαι εσύ αυτή που λες τέτοια λόγια. Μην ακούς και αναπαράγεις τις δεισιδαιμονίες του άντρα σου. Μακάρι ο Θεός να τον συγχωρέσει εκεί που βρίσκεται!, είπε η νενέ της και της έριξε ένα απαξιωτικό βλέμμα, κάνοντας τη να σωπάσει. Αμέσως, πλησίασε τον Ανδρέα και τον ρώτησε:

-Άρα τελείωσε το όνειρο;

– Δυστυχώς. Η μεγάλη αυτή ιδέα, η ελπίδα, στην οποία στηριζόμασταν τόσο καιρό ως κράτος πέθανε. Σκοπός τώρα είναι να μη πεθάνουμε εμείς και ο πολιτισμός που κουβαλάμε μέσα μας. Γι’ αυτό, εμπρός! Αρχίστε να μαζεύετε! Πρέπει να φύγουμε όσο τα πλοία είναι ακόμα στο λιμάνι και πριν ο κόσμος μας πάρει χαμπάρι, γιατί θα πανικοβληθεί., είπε ο Ανδρέας που σαν μαέστρος διεύθυνε την ορχήστρα που έδινε σήμερα την τελευταία της παράσταση εδώ· στη Σμύρνη.

8 π.μ.

Καταφέραμε να μαζέψουμε όσα πράγματα μπορούσαν να χωρέσουν σε 5 μικρές βαλίτσες. Παρόλο που ταξιδεύαμε συχνά στο εξοχικό μας στα Βουρλά , ποτέ δεν είχαμε πάει εκτός της χώρας. Δεν ενθουσιαζόμουν με την ιδέα να φύγω από  τη Σμύρνη αλλά ο Ανδρέας ξεκαθάρισε ότι ήταν η μοναδική λύση. Ως στρατιωτικός, μου ξεκαθάρισε ότι, όταν θα έφταναν τα τουρκικά στρατεύματα, δε θα άφηναν τίποτα όρθιο. Όλες οι απόπειρες συνδιαλλαγής των αντιπάλων πλευρών ήταν άκαρπες και πλέον ο Κεμάλ είχε ξεκαθαρίσει στην ελληνική κυβέρνηση ότι ήταν αργά για οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με στόχο την ειρήνη και τον τερματισμό του πολέμου. Αφού είχαμε όλοι ετοιμαστεί για να φύγουμε κοντοσταθήκαμε στην πόρτα του σπιτιού. Μπροστά στα μάτια μας ξαναζωντάνεψαν όλες οι στιγμές που είχαμε ζήσει μέσα σε αυτούς τους τοίχους. Οι γνωριμίες, οι γάμοι, οι γεννήσεις, τα τραπέζια, οι δεξιώσεις, οι γιορτές, τα γέλια, οι χαρές οι στεναχώριες, οι αστείες στιγμές, οι σκανταλιές, τα παιχνίδια, οι αναμνήσεις. Η ζωή τεσσάρων γενεών έπρεπε να αλλάξει τον χώρο που διαδραματίζεται και η αλλαγή αυτή ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που θα μπορούσε μια τόσο δεμένη οικογένεια να υπομείνει. Ο ήχος της πόρτας που σιγοάνοιξε έβαλε τέλος στην ταινία των αναμνήσεων που έπαιζε στον κινηματογράφο του μυαλού μας. Ο Ανδρέας, αν και βουρκωμένος, μας υπενθύμισε ότι έπρεπε να φύγουμε. Βγαίνοντας από την εξώπορτα, ένιωσα τον αέρα να χαϊδεύει διαφορετικά το πρόσωπό μου. Όχι γλυκά σαν να μου υποσχόταν μία ακόμα πανέμορφη καλοκαιρινή μέρα αλλά σαν να με προειδοποιούσε ότι ο κίνδυνος πλησίαζε όλο και πιο κοντά. Τη σκέψη αυτή διέλυσε το κλάμα και τα παρακαλητά της μάνας μου:

– Μάνα βγες έξω! Σε παρακαλώ μη μου το κάνεις αυτό!, είπε και τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι.

-Έζησα όλη τη ζωή μου εδώ , γιαβρούμ. Δε θέλω να φύγω από την πατρίδα μου. Κανένας άλλος τόπος δε θα μπορέσει να μείνει χαραγμένος στην καρδιά μου όπως η Σμύρνη. Έτσι και αλλιώς ό,τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου το έκανα. Ακόμα και αν αρχίσω μια νέα ζωή κάπου αλλού δε θα με γεμίζει το ίδιο. Στην Σμύρνη γίνομαι ξανά νέα, αλλού όμως θα μαραζώσω., είπε η νενέ αποφασισμένη να μην μας ακολουθήσει και να μείνει πίσω. Κανείς δεν μπορούσε να της αλλάξει γνώμη. Έτσι, την αγκαλιάσαμε απαρηγόρητοι και την αποχαιρετίσαμε. Πριν πάρουμε τον δρόμο της ξενιτιάς, μας είπε χαμογελώντας «Θα δείτε ότι είναι μια περαστική μπόρα. Σύντομα θα ξαναϊδωθούμε. Ο δρόμος της επιστροφής στην Σμύρνη ποτέ δε θα κλείσει.». Πίσω μας, έκλεισε η πόρτα.

9 π.μ.

Μετά από μια ώρα δρόμο, φτάσαμε στην αποβάθρα. Η ζωή στη Σμύρνη συνεχιζόταν κανονικά. Άνθρωποι πηγαίναν στις δουλειές τους συνεχίζοντας ανενόχλητα τη ρουτίνα τους, τα παιδιά έτρεχαν να προλάβουν το σχολικό λεωφορείο κρατώντας στο χέρι το κολατσιό τους, τα τραπέζια στα καφενεία είχαν ήδη γεμίσει και το καϊμάκι του καφέ μοσχομύριζε σε όλο το λιμάνι, το κουρείο είχε μόλις ανοίξει αναμένοντας τους πρώτες πελάτες της ημέρας, η βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου είχε γεμίσει με πιτσιρίκια που χάζευαν τις λιχουδιές σκεπτόμενα έναν τρόπο να πείσουν τις μαμάδες τους να τις αγοράσουν, τα πλοία του ελληνικού στρατού παρέμεναν αραγμένα στην αποβάθρα και η ελληνική σημαία λικνιζόταν στο ρυθμό του αέρα τραβώντας όλα τα βλέμματα των περαστικών πάνω της. Ο Ανδρέας μας συμβούλεψε να κάτσουμε σε κάποιο καφενείο, για να μην κινήσουμε υποψίες. Ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά, παρατήρησα ότι πολλοί άλλοι κρατούσαν βαλίτσα στα χέρια. «Δεν είμαστε οι μόνοι που ξέρουμε για το τι πρόκειται να συμβεί» σκέφτηκα, ακολουθώντας τους υπόλοιπους που κατευθύνονταν στο καφενείο του κυρ Παναγή. Ο κυρ Παναγής γνώριζε χρόνια τη νενέ μου. Ήταν συμμαθητές στο σχολείο και ξέραμε ότι ήταν πολύ διακριτικός ως άνθρωπος. Έτσι, δε θα ρωτούσε για τις βαλίτσες και δε θα τραβούσαμε το βλέμμα κανενός. Αφού μας σερβίρισε ο κυρ Παναγής 2 γλυκύ βραστούς και 3 φυσικούς χυμούς, περιμέναμε να έρθει η κατάλληλη ώρα να βρούμε το καΐκι που μας είχε πει ο Ανδρέας.

Στο μεταξύ όμως, συνέβη το γεγονός που κανένα ελληνικό μυαλό τότε δε θα μπορούσε να φανταστεί. Λογής λογής στρατιώτες του ελληνικού στρατού άρχισαν να τρέχουν προς τα αραγμένα πλοία. Οι άνθρωποι άρχισαν να παραξενεύονται. Ένας στρατιώτης στάθηκε μπροστά στο καφενείο. Ήταν λαχανιασμένος με γρατζουνιές στο πρόσωπο και με έναν επίδεσμο που υποδήλωνε την απουσία ενός ματιού του. Με τρεμάμενη φωνή φώναξε «Τι κάθεστε ακόμα εδώ! Δε βλέπετε; Ο ελληνικός στρατός ηττήθηκε! Από στιγμή σε στιγμή έρχονται οι Τούρκοι. Μη με κοιτάτε σαν χαμένοι και τρέξτε να σώσετε τους εαυτούς σας, τα παιδιά και τα υπάρχοντά σας!». Ακολούθησε πανικός στην αποβάθρα. Όλοι ξεχάσαν τις δουλειές τους. Παράτησαν ασχολίες τους. Οι γυναίκες παίρναν τα παιδιά αγκαλιά και τρέχανε στα σπίτια τους. Οι φωνές των πολιτών δεν ξεχώριζαν από των στρατιωτών. Σπρωχνόντουσαν. Έπεφταν πάνω σε κάποιον και τον σιχτίριζαν που τους καθυστερούσε. Τότε, ο Ανδρέας ήξερε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να βρούμε το καΐκι και να φύγουμε από τη Σμύρνη. Το ίδιο έκαναν και όσοι άλλοι κρατούσαν βαλίτσες.

10π.μ.

Μόλις βρήκα χρόνο να γράψω. Μέσα στον πανικό δεν ήθελα στιγμή να βγάλω το ημερολόγιο έξω. Φοβόμουν μην έπεφτε ή το έκλεβαν. Βρισκόμαστε στη άκρη της αποβάθρας. Ο Ανδρέας βρήκε το καΐκι και μιλούσε με τον βαρκάρη. Φαινόταν ανήσυχος. Τώρα ειδικά που έβλεπε τα πλοία του ελληνικού στρατού να απομακρύνονται φοβόταν ότι δεν είχε μείνει πολύς χρόνος στη Σμύρνη και έπρεπε να φύγουμε. Αφού τελείωσε η συζήτηση με τον βαρκάρη γύρισε και μας είπε:

-Προσφέρθηκε να μας πάει στη Λέσβο. Απλά μου εξήγησε ότι θα πρέπει να μείνουμε εκεί γιατί δεν έχουμε ελληνικά διαβατήρια.

-Δε θα μπορέσουμε να πάμε στην Αθήνα;, ρώτησε η μάνα μου ανήσυχη.

-Αν πάνε τα πράγματα, όπως τα έχω προβλέψει, δε θα έχουμε πρόβλημα με τα διαβατήρια και αναπόφευκτα θα πάμε στην Αθήνα. Η Λέσβος είναι μια προσωρινή λύση επιβίωσης., τη διαβεβαίωσε ο Ανδρέας.

Πλησίασε ξανά τον βαρκάρη και, βγάζοντας από την τσέπη του ένα πουγκί γεμάτο χρήματα, το τοποθέτησε στο χέρι του. Τότε, ο βαρκάρης ευχαριστημένος έγνεψε καταφατικά και έδειξε τις βαλίτσες. Αφού φορτώσαμε ανεβήκαμε στο καΐκι και αρχίσαμε να απομακρυνόμαστε σιγά σιγά από το λιμάνι.

11π.μ.

Ύστερα από μια ώρα δρόμο, η μάνα ζήτησε από τον βαρκάρη να σταματήσει να αγναντέψουμε την πατρίδα για μια τελευταία φορά. Όμως με το που στρέψαμε το βλέμμα μας προς την αποβάθρα το μόνο που βλέπαμε ήταν:

-Φωτιά, μάνα, φωτιά!!!, κραύγαξε η αδερφή μου και έδειξε προς την αποβάθρα.

-Η νενέ μας, το σπίτι μας, η πατρίδα μας χάνονται μέσα στις φλόγες, φώναξε η μάνα ου κλαίγοντας και την πήρε αγκαλιά.

-Μας τα πήραν όλα οι άτιμοι…, είπε ο βαρκάρης σκυθρωπός.

-Πήραν την ίδια τη ζωή από τα χέρια μας., είπε ο Ανδρέας και με έσφιξε παραπάνω στην αγκαλιά του.

Εγώ δε μίλησα. Η σιωπή μου όμως, ήταν πιο εκκωφαντική από ποτέ. Οι εικόνες που είδαν τα μάτια μου το πρωινό αυτό ήταν απάνθρωπες. Ο θάνατος έκανε μια πρωινή βόλτα στο λιμάνι της Σμύρνης και όποιον κοίταζε στο πέρασμά του τον έπαιρνε μαζί του σε έναν άλλον κόσμο. Τα κορμιά λύγιζαν μπροστά του σαν να υποκλίνονταν στη μεγαλειότητα του. Η ζωή είχε εκθρονιστεί και την κρατούσε αλυσοδεμένη ως τρόπαιο, δείχνοντας σε όλους τη δύναμή του. Στο τέλος, την πέταξε στη θάλασσα και μαζί της έπεσαν και χιλιάδες άνθρωποι που αναζητούσαν σωτηρία από την προέλαση του θανάτου. Η πατρίδα μας ήταν παραδομένη στις φλόγες και αργοπέθαινε αφήνοντας πίσω της στάχτες, δάκρυα και την αίγλη που μέχρι εκείνο το πρωινό είχε.

Η μάνα είπε στον βαρκάρη να συνεχίσει για να εξαφανιστεί αυτό το φρικτό θέαμα από μπροστά μας. Τότε και μόνο τότε κατάφερα να ξεστομίσω μια φράση γεμάτη πίκρα και ειρωνεία «Γλιτώσαμε τη συμφορά…». Όλοι γύρισαν και με κοίταξαν. Κανείς δε μίλησε. Νεκρική σιγή.

8 Σεπτεμβρίου 2022, Αθήνα

Τρεις γενιές μετά, οι σχέσεις με την Τουρκία δεν έχουν ακόμα βρει σταθερή βάση. Εθνικιστικές απειλές κλονίζουν την ηρεμία της ελληνικής ζωής. Οι πληγές παραμένουν ανοιχτές και οι εφιάλτες ακόμα δεν έχουν μετατραπεί σε όνειρα. Προάγεται την ειρήνη ως ένδειξη σεβασμού σε όλους όσους χάθηκαν 100 χρόνια πριν. Δεν υπάρχει επιθυμία επανάληψης των ίδιων πολιτικών και διπλωματικών λαθών. Πάντα όμως, δε ξεχνιέται η πιθανότητα της επιστροφής. Άλλωστε, όπως είχε πει και  η προγιαγιά μου «Ο δρόμος της επιστροφής στην Σμύρνη ποτέ δε θα κλείσει.».