Με την ανακοίνωση των βάσεων προ από δυο ημερών, ξεκίνησε μια μεμψιμοιρία για την πτώση των βάσεων στις «περιζήτητες» σχολές. Ειδικότερα η πτώση των βάσεων στις νομικές σχολές της χώρας προκάλεσε έντονο προβληματισμό για τον κλάδο των ανθρωπιστικών σπουδών γενικότερα. Αρκετοί ισχυρίζονται πως σχολές όπως η νομική αρχίζουν να χάνουν την «αίγλη» τους. Ισχύει όμως πράγματι κάτι τέτοιο; μπορεί ένα τμήμα πανεπιστημιακού ιδρύματος να υποβαθμιστεί ξαφνικά και μόνο με την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής; από την μια μέρα στην επόμενη, εν μια νυκτί;
Οι σχολές δεν «υποτιμώνται» αυθημερόν, δεν είναι μετοχές! Τα μόρια εισαγωγής σε μια σχολή δεν αντιστοιχούν με την «αξία» της. Αρκετές φορές ξεχνάμε πως οι Πανελλήνιες είναι ένας διαγωνισμός. Οι μαθητές διαγωνίζονται για να εισαχθούν στις σχολές της προτιμήσεως τους. Είναι δηλαδή ένας αγώνας δρόμου. Σε έναν αγώνα δρόμου ο νικητής του δύναται να τερματίσει με χρόνο παγκόσμιου ρεκόρ, μπορεί όμως να τερματίσει και με τον χειρότερο χρόνο στην ιστορία. Το αποτέλεσμα ωστόσο δεν αλλάζει, ήταν καλύτερος από τους συναθλητές του. Το ίδιο ισχύει και στις πανελλήνιες εξετάσεις. Εφόσον οι νομικές σχολές έχουν περισσότερη ζήτηση απ’ όση είναι η προσφορά των θέσεων για αυτές, οι μαθητές για να εισαχθούν πρέπει να έχουν υψηλότερες επιδόσεις από τους ανταγωνιστές τους. Στην ουσία εφαρμόζεται ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης.
Ο αντίλογος στην παραπάνω άποψη είναι πως «μπορεί όντως ακόμη να εισάγονται οι καλύτεροι μαθητές στις περιζήτητες σχολές, όμως πλέον οι μαθητές δεν είναι τόσο καλοί όσο παλαιότερα επειδή γράφουν λίγα μόρια, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζονται και οι σχολές». Η άποψη αυτή μπορεί να καταρριφθεί με τη χρήση ενός απλού παραδείγματος. Ας υποθέσουμε πως δυο αθλητές στίβου τρέχουν σε μια ευθεία τριακοσίων μέτρων. Ο πρώτος αθλητής ολοκληρώνει την ευθεία σε 37 δευτερόλεπτα, με μηδενική κλίση. Ο δεύτερος αθλητής ολοκληρώνει την ευθεία με απότομη ανοδική κλίση σε χρόνο 45 δευτερολέπτων. Ποιος είναι καλύτερος; Πολύ απλά κανείς, γιατί μπορεί η απόσταση να ήταν ίση, αλλά οι συνθήκες του διαγωνισμού διαφορετικές. Το ίδιο ισχύει και στις Πανελλήνιες εξετάσεις.
Αν επιθυμούμε να εξετάσουμε το αν όντως η νομική έχει χάσει την «αίγλη» της θα εξετάσουμε άλλους παράγοντες. Θα εξετάσουμε την προσωπικότητα, το εργατικό ήθος των καθηγητών και το επιστημονικό τους εκτόπισμα, τις υποδομές και την επαγγελματική αποκατάσταση που προσφέρεται. Σε ό,τι αφορά την νομική, τα παραπάνω δεν έχουν αλλάξει σημαντικά σε σχέση με το παρελθόν. Επομένως αντί να μηχανευόμαστε περίπλοκους τρόπους ώστε να αυξηθούν οι βάσεις εισαγωγής στις νομικές σχολές, για να ανακτηθεί η «χαμένη αίγλη», ας εστιάσουμε στα προβλήματα ουσίας όπως είναι η υποστελέχωση σε προσωπικό και η βελτίωση των πανεπιστημιακών υποδομών.