Το Δράν

Άνους

Άνους

Μυαλά άδεια, καρδιές μαύρες

τούτον τον κόσμο άρχουν και δένουν.

Όχλος ανίερος, κράτος αυθάδες

όλοι με πόθο την ελπίδα προσμένουν.

Θαρρούν πως θα φτάσει ένα ωραίο πρωί

όταν η φύση λουλούδια πετάξει.

Θαρρούν πως θα φέρει μαζί και ζωή

πως όσα της κάναν θα έχει ξεχάσει.

Αρνούνται, όμως, να δουν την αλήθεια,

πως πια η αγάπη κινδυνεύει στη γη.

Πιστεύουν μόνο σε κρυφά παραμύθια,

πως τάχα θα φτάσει του φωτός η πηγή.

Μα πώς να φτάσει όταν όλοι παλεύουν

να το κρύψουν στων ταρτάρων το μαύρο σκοτάδι;

Φιλάργυροι έμποροι τις ψυχές παζαρεύουν

σε ένα παζάρι με αφέντη τον Άδη.

Ούτε πωλούν το τεράστιο “Εγώ” τους,

μα να έρθει ο ήλιος έχουν ευχή.

Κοιμούνται τα βράδια με σταυρό στο πλευρό τους,

απ’ τα Θεία ζητούν με λαμπρή προσευχή:

<< Θεέ μου βοήθα χρήμα να βγάλω,

να αυξήσω κι άλλο την έπαρσή μου.

Θεέ μου βοήθα και τον κόσμο τον άλλο,

μα να μην ξεπερνά τη δύναμή μου.

Βοήθα τον τόσο, ώστε να είναι υπό μου,

να μην πεινά και να μην κυβερνά.

Να έχει θάρρος και να τρέμει εμπρός μου,

να έχει φωνή και να μη φωνασκά >>.

Άνους ο άνθρωπος που ψάχνει Θεό

όταν δε βρήκε πρώτα τον Άνθρωπο.

Άνους ο άνθρωπος που βρήκε Θεό

όταν δεν έψαξε ποτέ τον Συνάνθρωπο.