Τα αγαθά πολυτελείας γνωστά και με τον όρο «luxury goods» υπήρχαν ήδη από την αρχαιότητα. Στην κατηγορία αυτή μπορούμε να συμπεριλάβουμε τα προϊόντα τα οποία είτε προέρχονται από σπάνιους φυσικούς πόρους είτε αποτελούν χειροποίητη-μοναδική κατασκευή και ως εκ τούτου κυμαίνονται σε υπερβολικά υψηλές τιμές. Όχι μόνο αυτό αλλά και τα αγαθά αυτά συχνά φαίνεται να αναιρούν τον γενικό κανόνα περί ζήτησης και προσφοράς καθώς στην προκειμένη περίπτωση όταν αυξάνεται η τιμή τους ακολουθεί αναλογικά και η ζήτηση. Υπό αυστηρά πλαίσια είναι δυνατόν να συμπεριλάβουμε και συγκεκριμένες υπηρεσίες στην κατηγορία αυτή. Το αστρονομικό κόστος τους συμβάλλει στην περιορισμένη προσβασιμότητα τους από συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα ( «ελίτ» ).
Ιστορικά μιλώντας, τον 19ο αιώνα συντελείται μια τομή στο πεδίο των αγαθών αυτών. Έως τότε οι καταναλωτές της υψηλής κοινωνίας είχαν στραμμένο το ενδιαφέρον τους σε κοσμήματα από χρυσό, ασήμι, διαμάντια και άλλους πολύτιμους λίθους καθώς και σε ορισμένα υφάσματα με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το μετάξι. Επιπλέον, οι οικιακοί βοηθοί, οι μάγειρες και πολλοί άλλοι δεν έλειπαν από τις οικίες των «ελίτ».
Η Βιομηχανική Επανάσταση όμως έφερε ριζικές αλλαγές στα παραπάνω δεδομένα. Καθώς η παραγωγή αυξήθηκε με ραγδαίους ρυθμούς τα luxury goods έγιναν επιθυμητά και προσιτά και σε άλλες κοινωνικές ομάδες. Παράλληλα, στον συγκεκριμένο υποσύνολο αγαθών προστέθηκαν σταδιακά και τα ταξίδια σε εξωτικούς προορισμούς, οι συλλογές ακριβών αμαξιών, οι συσκευές υπερσύγχρονης τεχνολογίας και τα ρούχα υψηλής ραπτικής.
Την νέα εποχή στην πολυτέλεια ακολούθησε και ένας νέος όρος το «New luxury» που εμφανίστηκε το 1980 στην Αμερική. Με τον όρο αυτό εξηγείται το πώς τα πολυτελή αγαθά και οι πολυτελείς εμπειρίες έγιναν προσεγγίσιμες από τις μάζες λόγω της οικονομικής ευημερίας της χώρας.
Όπως είναι λογικό τα αγαθά πολυτελείας έχουν δεχθεί αυστηρή κριτική-ειδικά στη σύγχρονη εποχή-διότι εγκαθιδρύουν τον καπιταλιστικό τρόπο σκέψης σε ατομικό επίπεδο δημιουργώντας ακόρεστες επιθυμίες. Η εξάρτηση από αυτά δημιουργεί ένα ψυχικό κενό που καλύπτεται μόνο προσωρινά. Σε πολλές περιπτώσεις ,επίσης, τα άτομα δουλεύουν σκληρά καταπονώντας τους εαυτούς τους με υπερωρίες απλώς για την αγορά επώνυμων προϊόντων. Η αρνητική επιρροή που ασκούν είναι αντιληπτή και στα πλαίσια της κοινότητας. Ενισχύεται η κοινωνική ανισότητα και ο ανταγωνισμός ενώ οι ομάδες που δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά τις αγορές των luxury goods νιώθουν αισθήματα μειονεξίας απέναντι στα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας.
Τέλος, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε-κυρίως για μια χώρα όπως την Ελλάδα- πως υπάρχουν επιδράσεις και στον οικονομικό τομέα. Οι Έλληνες ,δηλαδή, μιμούνται την Ευρώπη μόνο καταναλωτικά και όχι παραγωγικά όταν για μια υγιή σχετικά οικονομία θα έπρεπε να προηγείται το δεύτερο. Πολλά νοικοκυριά δηλαδή αντί να αποταμιεύουν και να επενδύουν τα έσοδά τους, τα ξοδεύουν ασύστολα σε είδη πολυτελείας. Αυτό συμβαίνει συνήθως διότι προσπαθούν να φτάσουν το επιθυμητό status.
Παρ’ όλ’ αυτά, ενώ η αρνητική πλευρά της υπερκατανάλωσης των προαναφερθέντων προϊόντων είναι εύκολα κατανοητή, η ζήτηση τους βρίσκεται στην πλήρη ακμή της. Καταλήγουμε έτσι στο συμπέρασμα πως μέσω της επίδειξης αυτών των αγορών το άτομο ενισχύει την υπεροχή, την εξουσία και το κύρος του και επομένως, κρίνοντας από τους στόχους του σύγχρονου ανθρώπου, δεν θα σταματήσει η κατανάλωσή τους. Εξ άλλου, σε ένα καπιταλιστικό σύστημα αυτή η συμπεριφορά των πολιτών-καταναλωτών είναι προβλεπόμενη κι αναγκαία για την εξασφάλιση του “ευοίωνου μέλλοντος του”.
πηγές: