Το Δράν

Cancel Culture

Cancel Culture: Τελικά αντιμετωπίζεται το μίσος με μίσος;

Τον τελευταίο καιρό, βλέπουμε πολύ συχνά δημοσιεύσεις που επιχειρούν να οδηγήσουν στο περιθώριο ένα πρόσωπο και -σε κάποιες περιπτώσεις- καταλήγουν στον καθολικό αποκλεισμό του από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και από τη δημόσια ζωή εν γένει. Πρόκειται για το λεγόμενο «Cancel Culture», ένα σύγχρονο μέσο αντίδρασης σε οτιδήποτε μας ενοχλεί και αντίκειται στις αρχές μας.

Τι είναι το Cancel Culture και με ποιον τρόπο συμβαίνει;

Το Cancel Culture, που μπορεί να αποδοθεί ως «κουλτούρα της ακύρωσης», είναι η μεθοδευμένη απομάκρυνση ενός ατόμου από κοινωνικούς ή επαγγελματικούς κύκλους εξαιτίας μη αποδεκτής συμπεριφοράς. Επί της ουσίας, ο όρος αναφέρεται στη σύγχρονη μορφή του εξοστρακισμού. Όπως στην αθηναϊκή δημοκρατία οι πολίτες μπορούσαν να ψηφίσουν να εξοριστεί κάποιος για την προστασία του πολιτεύματος, έτσι και σήμερα -κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης- οι χρήστες επιδιώκουν τον αποκλεισμό ενός ατόμου εξαιτίας των απόψεών του, οι οποίες κρίνεται ότι βλάπτουν την κοινωνία και δεν είναι αποδεκτές από την πλειονότητά της.

Το Cancel Culture κατευθύνεται κυρίως σε διάσημα -και συνήθως αμφιλεγόμενα- πρόσωπα, αλλά χρησιμοποιείται συχνά και εναντίον εταιρειών. Περιλαμβάνει μαζικές αναφορές και επιθέσεις σε λογαριασμούς, αλλά και αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα με συγκεκριμένα hashtags, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν ακόμα και προσβολές και απειλές. Σε κάθε περίπτωση, οι «επιτιθέμενοι» απαιτούν είτε τον αποκλεισμό ενός ατόμου από τη δημόσια σφαίρα είτε την απομάκρυνση των καταναλωτών από μια επιχείρηση είτε την απόσυρση των χορηγιών από μια καλλιτεχνική παραγωγή.

Τι εξυπηρετεί και γιατί γίνεται όλο και πιο διαδεδομένο;

Συχνά, το Cancel Culture επιτυγχάνει τους στόχους του: Χορηγοί αποσύρονται, επιχειρήσεις αλλάζουν άρδην την πολιτική τους και πασίγνωστα πρόσωπα αποκλείονται από τα κοινωνικά δίκτυα και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η διαδικασία αυτή γίνεται με πρόσχημα την προστασία της δημοκρατίας και τη διασφάλιση της πολιτικής ορθότητας στον δημόσιο λόγο. Ωστόσο, τα πραγματικά κίνητρα πίσω από τη συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι διαφορετικά.

Η «κουλτούρα της ακύρωσης» δεν αποσκοπεί στο να καταπολεμήσει τις ανισότητες, τις διακρίσεις και τη ρητορική μίσους, αλλά στο να «φιμώσει» ορισμένα άτομα, επειδή οι απόψεις τους είναι μη κοινωνικά αποδεκτές, αναχρονιστικές ή ακόμα και αντιδημοκρατικές. Όλο και συχνότερα, όποτε μια ομάδα ανθρώπων εντοπίσει ένα πρόσωπο με του οποίου τις θέσεις διαφωνεί, επιχειρεί τεχνηέντως να το αποκλείσει από κάθε μέσο έκφρασης απόψεων, απλώς για να δηλώσει την αντίθεσή της και να αναδείξει τη δύναμη που διαθέτει. Η διαρκώς αυξανόμενη διάδοση της πρακτικής αυτής μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι γινόμαστε σταδιακά πιο εύθικτοι και μη ανεκτικοί σε διαφορετικές απόψεις. Όσο κατευθυνόμαστε προς μια κοινωνία πιο δημοκρατική και συμπεριληπτική, είναι αλήθεια ότι ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα παράδοξο: Πρέπει ή όχι να ανεχόμαστε απόψεις που εναντιώνονται στην ανεκτικότητα, την ισότητα, την ελευθερία, τη δημοκρατία; Αν όμως αποφασίσουμε να μην τις δεχόμαστε, είμαστε πραγματικά δημοκράτες;

Γιατί, τελικά, η πρακτική αυτή δεν ωφελεί (σχεδόν) κανέναν;

Επειδή το παρόν άρθρο στοχεύει σε έναν σφαιρικό σχολιασμό του ζητήματος, οφείλουμε να αναφέρουμε κάποια θετικά στοιχεία της «κουλτούρας της ακύρωσης». Αληθεύει ότι η πρακτική της «ακύρωσης» όσων κρίνονται ως μη ανεκτικοί στη διαφορετικότητα μπορεί να δημιουργήσει μακροπρόθεσμα ένα πιο ευπρόσδεκτο περιβάλλον για όλους και ιδιαίτερα για ομάδες ανθρώπων που κάποιοι επιχειρούν -πεισματικά και αδικαιολόγητα- να εξωθήσουν στο περιθώριο. Συνεπώς, αναδεικνύονται με αυτόν τον τρόπο ορισμένα μείζονα κοινωνικά προβλήματα και επισημαίνεται η ανάγκη για αναθεώρηση ορισμένων αντιλήψεων.

Παρ’ όλα αυτά, η αρνητική πλευρά του Cancel Culture έχει πολλαπλές εκφάνσεις. Αρχικά, κάποιοι άνθρωποι δέχονται ανείπωτες προσβολές και σκληρές απειλές -ακόμα και κατά της ζωής των ίδιων ή των οικείων τους- λόγω των απόψεών τους. Κάτι τέτοιο -ανεξαρτήτως των θέσεων που εκφράζονται από κάθε πρόσωπο- είναι απαράδεκτο σε μία σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία. Ταυτόχρονα, δεν είναι καν βέβαιο ότι οι καταδικαστέες απόψεις εκφράστηκαν όντως από το συγκεκριμένο πρόσωπο ή με τον συγκεκριμένο τρόπο, αφού υπάρχει μεγάλη πιθανότητα παραπληροφόρησης. Άλλωστε, η «λογική» που ακολουθείται στο Cancel Culture συνοψίζεται στη φράση «ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου -ίσως ακόμα και τότε».

Πρόκειται, λοιπόν, για μια τοξικότατη συμπεριφορά και μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι από τέτοιες ενέργειες δεν μπορεί να επέλθει ουσιαστική κοινωνική πρόοδος. Αντίθετα, υπονομεύεται η ελευθερία έκφρασης, η ανεκτικότητα στην αντίθετη άποψη και -εν τέλει- η ίδια η δημοκρατία. Ας μην ξεχνάμε ότι η ελευθερία της έκφρασης -ένα θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα (με ορισμένους περιορισμούς βέβαια)- έχει σημασία όταν ερχόμαστε σε επαφή με διαφορετικές γνώμες. Είναι αυτονόητο ότι δεν θα εναντιωθούμε σε ομοϊδεάτες μας, όμως το μεγαλείο της ελευθερίας είναι να προσπαθούμε να αντικρούσουμε με επιχειρήματα την αντίθετη άποψη και όχι προσπαθώντας με κάθε μέσο να την εξαφανίσουμε -οδηγώντας, πολλές φορές, στα αντίθετα αποτελέσματα.

Επομένως, ποια στάση πρέπει να κρατήσουμε;

Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι η πεποίθηση πως είμαστε χωρισμένοι σε δύο στρατόπεδα -«εμείς και αυτοί»- και πρέπει να εξουδετερώσουμε τον αντίπαλο, λειτουργεί ως όπλο στα χέρια των λαϊκιστών και δεν είναι ωφέλιμη για κανέναν άλλον. Τουναντίον, θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο και παραγωγικό να μελετήσουμε την αντίθετη άποψη, να διακρίνουμε τα θετικά και αρνητικά της στοιχεία και -σε περίπτωση που όντως είναι λανθασμένη ή αναχρονιστική- να την ανασκευάσουμε με δεδομένα και επιχειρήματα. Μόνο έτσι δεν θα αφήσουμε κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της ορθότητας των θέσεών μας και θα αναδείξουμε την υπεροχή του δημοκρατικού διαλόγου.