Βλέπω μια μορφή γονατιστή,
την ελυγίσανε οι πόνοι και το δάκρυ.
Προσπαθούσε ν’ αγγίξει τον πύρινο ουρανό,
μα τα στοιχειά που κουβαλούσε
σαν αλυσίδες βαριές τη τραβούσαν προς τα πίσω.
Δεν ήταν πάντοτε έτσι,
με το κεφάλι σκυφτό και το σώμα πληγιασμένο,
μα γυρισμός δεν υπάρχει.
Ξάφνου σκάει το κύμα με ορμή
κι ευθύς το πρόσωπο που ‘ναι σκαλισμένο απ’ το ρίγος,
ρίγος που σπάει τη πέτρα και κινεί τα άστρα,
το γνωρίζω για δικό μου.
Πράγματι είν’ η δική μου η μορφή
δική μου κι η ψυχή που στον ανήφορο λυγίζει.