Όλοι θα χειροκροτήσουν. Όχι εμένα, τον θάνατό μου. Πρέπει να βγω στη σκηνή. Ζητοκραυγάζουν. Κάθε ξύλινο σκαλοπάτι που πατάω τρίζει. Περιμένει κι αυτό να δει. Κάθε βήμα και πιο κοντά στη λύτρωση. Βγάζω τη μάσκα. Μικροί μεγάλοι αναμένουν με αγωνία τη θυσία. Εγώ πρωταγωνιστής. Βήμα γοργό και κοφτό. Ακολουθεί ρυθμικά το χειροκρότημα. Ο δήμιος κρατά τον μοχλό. Τα δάχτυλα χορεύουν ανάστατα πάνω του αγωνιώντας να ρίξουν αυλαία. Δεν είχα πολλά λόγια να μάθω. Μία λέξη μονάχα φώναξα: “Συγχώρεση”! Μα στάθηκε ικανή να τους συναρπάσει. Κοιτάζω τον δήμιο. Τα μάτια του γυαλιστερά και μαύρα. Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. Έφτασε η στιγμή του φινάλε. Περνούν το σχοινί στον λαιμό μου. Οι τίτλοι τέλους θα πέσουν σε λίγο. Μια σκέψη μόνο πρόλαβα να κάμω: “Σκότωσα κι εγώ πρώτα, μα κανείς δε χειροκρότησε τότε”. Οι γονείς σηκώνουν τα παιδιά στους ώμους. Μήπως δεν έβλεπαν καλά την πράξη. Μια κίνηση απομένει. Βαθιά ανάσα. Η τελευταία. Να δώσει θάρρος στην ψυχή προτού φύγει. Τραβά τον μοχλό. Κάνουν “κραχ” τα όνειρά μου και σβήνουν. Η ψυχή ξεγλιστρά απ’ τα χείλη και φεύγει. Το κορμί αιωρείται. Χαλαρώνει. Σιωπά. Μα τη σιωπή σπάζουν τα βαριά των ανθρώπων βήματα που γυρνούν να παν’ στη δουλειά τους. Μα εγώ μένω εκεί. Στο άδειο θέατρο. Και το κορμί μου κρέμεται σα μαριονέτα. Η παράσταση έχει πλέον τελειώσει.
