Παρελαύνουν οι νεκροί σε πλατείες, σε σοκάκια σε μικρά καφενεδάκια και στενάζουν μοναχοί. Παρελαύνουν οι νεκροί ένας πάει μπρος στον άλλον βήμα παρατεταγμένο και ουρλιάζουνε βουβοί. Παρελαύνουν οι νεκροί με το βλέμμα βυθισμένο το σκαρί τους σκοτωμένο κουρασμένοι και κενοί. Παρελαύνουν οι νεκροί και ρολόι δεν κοιτούν βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε μια πλάνη ιλαρή. Πάνε όλοι στη δουλειά τους αγχωμένοι, σκεπτικοί κι ούτε βλέπουν κυκλικά τους την υπόλοιπη ζωή. Παρελαύνουν οι νεκροί κι ας μην ξέρουν πού πηγαίνουν σε ποιο τέλος σταματάνε και ποια ήταν η αρχή. Με σκυμμένο το κεφάλι και το βήμα τους βαρύ κάνουν μόνοι το ταξίδι που δεν έχει επιστροφή. Γέμισαν νεκρούς οι δρόμοι κι οι νεκροί γεννούν νεκρούς εξεράθηκαν οι σπόροι που φυτρώνουν ζωντανούς!
