Το Δράν

Οι ζωές (μας) σαλπάρουν και πόλεμος

Επέλεξα αυτόν τον τίτλο περίπου έναν μήνα πριν. Τώρα προσθέτω τη λέξη πόλεμος. Θυμάται ο αγαπητός αναγνώστης τι απασχόλησε την κοινή γνώμη τότε; Ίσως όχι. Δεν αποσκοπώ, σε καμία περίπτωση, να ειρωνευτώ και να κατηγορήσω τον άνθρωπο ο οποίος τυχαίνει τώρα να διαβάζει το κείμενο αυτό. Στόχος μου είναι να τονίσω πως μέσα στον κυκεώνα πληροφοριών, και συγκεκριμένα ειδήσεων, που λαμβάνουμε καθημερινά, δυστυχώς ακόμη και η πιο δυσάρεστη σβήνεται σταδιακά από τις έγνοιες και τις σκέψεις μας. Με άλλα λόγια, πράγματι ξεχνάμε. Η επικαιρότητα τρέχει και η μια είδηση σκεπάζει την άλλη, οδηγώντας τις παλαιότερες στη λήθη. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης εστιάζουν στο, κατά τη γνώμη τους, πιο επικερδές θέμα, μετατρέποντάς το σε επαναλαμβανόμενα ρεπορτάζ με κινηματογραφική μουσική και μοντάζ φαντασμαγορικής φύσεως. Εν πάση περιπτώσει, επέλεξα αυτόν τον τίτλο περίπου έναν μήνα πριν, με αφορμή τη δολοφονία επιβάτη του «Blue Horizon» στον Πειραιά.

Δεν ήμουν εκεί. Πιθανότατα ούτε εσύ που διαβάζεις αυτές τις γραμμές τώρα ήσουν εκεί. Δεν είδαμε κανέναν να πέφτει στο νερό, δεν ακούσαμε καμία φωνή. Άρα, δεν μας αφορά άμεσα. Σωστά; Σε μερικές μέρες, ή έστω εβδομάδες, το νέο δεν θα είναι πια «φρέσκο», θα γίνει παλιό, ξερή λέξη, που θα ξεστομίζεται με μια βαθιά ανάσα και θα σβήνει πάλι: «Τέμπη», «πυρκαγιά», «πλημμύρα», «ευθύνη». Δεν θέλω απλώς να εκφράσω τα παράπονά μου –αυτό είναι εύκολο. Θέλω να στήσω ένα κάτοπτρο μπροστά σε όλους μας: είναι τρομακτικό το πόσο εύκολα διαπράττονται τέτοια εγκλήματα σε αυτή τη χώρα, με εμάς να παραμένουμε άπραγοι και ανεπηρέαστοι. Πράγματι, για ένα χρονικό διάστημα φωνάζουμε, οργιζόμαστε. Και μετά; Μετά βγαίνουμε στον δρόμο και αδιαφορούμε για τους άλλους, βάζουμε τον εαυτό μας πάνω από όλα. Και λέω «μας», δεν τοποθετώ τον εαυτό μου απ’ έξω. Βλέπουμε τον άλλο να πνίγεται. Καθημερινά. Βλέπουμε και συνεχίζουμε, χωρίς καθυστέρηση για τη σωτηρία του θύματος, το δρομολόγιό μας, σαν καλολαδωμένα γρανάζια. Όσο μερικά γαλόνια, μια στολή, οποιαδήποτε μορφή εξουσίας μάς μετατρέπει σε αδίστακτους «επαγγελματίες»-διστάζω συνειδητά να χρησιμοποιήσω τη λέξη «άνθρωπος» σε αυτό το σημείο- τα θύματα θα αυξάνονται. Δυνητικά θύματα γινόμαστε κι εμείς.

Αυτοί δεν είδαν κάποιον που θα μπορούσε να είναι ο αδερφός τους, κάποιον γνωστό τους, έναν άνθρωπο σαν τους ίδιους. Είδαν μια ενόχληση προς τον εγωισμό τους, μια ευκαιρία να αξιοποιήσουν την εξουσία που στολίζουν στα γαλόνια τους. Και δεν υπεισέρχομαι καν στο ζήτημα τι θα είχε συμβεί αν δεν υπήρχαν μάρτυρες εκείνη τη μέρα και δεν είχε γίνει αναμφισβήτητα γνωστή η πραγματικότητα. Σε μια κοινωνία που επιβραβεύει τον πιο συμφεροντολόγο και ολιγωρεί για τον αδύναμο αυτή η συμπεριφορά αποτελεί κοινό τόπο, το δίκιο θα πάει με το μέρος του θύτη. Ταυτόχρονα, η λέξη ευθύνη αρχίζει να χάνει τη σημασία της. Μαζί της και η συμπόνια.

Κλείνω με το εξής. Γνωρίζω πολύ καλά ότι τα λόγια είναι λόγια και οι πράξεις πράξεις. Μόνο όταν επηρεάζουν τις δεύτερες τα πρώτα αποκτούν αξία. Με αυτόν τον σκοπό μοιράζομαι τον προβληματισμό μου σε αυτό το άρθρο. Και αυτός ο προβληματισμός θα ενισχύεται κάθε φορά που θα ξαναβλέπουμε «ατυχήματα» με αθώα θύματα. Ναι, είμαι ευγνώμων που έτυχε και δεν ήμουν σε εκείνη την περιοχή που κάηκε, σε εκείνο το τρένο, σε εκείνο το πλοίο την ώρα που έφευγε. Αυτό, όμως, δεν αρκεί. Πού βρίσκονται οι ένοχοι; Ίσως κρυμμένοι πίσω από τα παραπετάσματα της δύναμής τους. Δεν αποτελεί ζωή μέσου πολίτη σε κράτος δικαίου μια ζωή που γαντζώνεται πάνω στην τύχη. Τολμώ να πω πως είναι μια παρωδία, οι υπεύθυνοι αποφεύγουν τις ευθύνες, οι τυχεροί είναι θεατές και οι άτυχοι παράπλευρες απώλειες. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, μια τέτοια συμπεριφορά ανόητης επίδειξης ισχύος -γιατί περί τέτοιας πρόκειται- είναι ανεπίτρεπτη και απαιτεί κολασμό από τη δικαιοσύνη, αλλά και την κοινωνία. Για αποφυγή επανάληψης. Για να μη στεκόμαστε μπροστά στην αδικία κοιτώντας φοβισμένοι. Για να μη χαθεί η πίστη μας σε μια στοιχειώδη ανθρωπιά.

Αυτά είχα γράψει κάτω από τον τίτλο μου σχεδόν έναν μήνα πριν. Ενσυνείδητα τα δημοσιεύω τώρα που πέρασε καιρός, αποδεικνύοντας ότι πράγματι τα νέα που δεν βρίσκονται πια στο βάθρο της επικαιρότητας χάνουν τη θέση τους στην οπτική μας. Σκόπιμα, λοιπόν, το επαναφέρω τώρα. Σήμερα που ολοκληρώνω το άρθρο το ζήτημα που απασχολεί τα μέσα και την κοινή γνώμη είναι το ξέσπασμα ενός -εν μέρει νέου- πολέμου. Βλέπουμε πλήθη αντιδράσεων, υποστηρικτές της μιας και της άλλης μεριάς ή και αδιαφορία. Καλό θα ήταν, προτού εκφραστεί μια γνώμη, να πραγματοποιείται μια στοιχειώδης έρευνα, με κριτική ματιά, ώστε να μην οδηγούμαστε σε απολυτότητες. Το σίγουρο είναι πως πρέπει πάντοτε να λαμβάνουμε υπόψη ότι, δυστυχώς, άμαχοι γίνονται θύματα συμφερόντων σε μια διαμάχη με βαθιές ρίζες και -ισχυρά και μη- επιχειρήματα των δύο πλευρών.

Το ερώτημα που θέτω είναι το εξής: πόσο γρήγορα λέτε να προκύψει κάποιο άλλο ζήτημα, που θα επισκιάσει αυτό του πολέμου; Πιο σύντομα ή πιο αργά απ’ ό,τι μάθαμε να αδιαφορούμε και να αντιμετωπίζουμε σαν κάτι μακρινό τον πόλεμο στην Ουκρανία;