Τις περασμένες ημέρες συνέβη ακόμη μια «γυναικοκτονία», στην περιοχή της Κυψέλης, δημιουργώντας στην κοινή γνώμη έντονο προβληματισμό, εφόσον το φαινόμενο αυτό γνώρισε ραγδαία αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης από την περίοδο που ξεκίνησε η εφαρμογή υγειονομικών μέτρων τύπου «λοκντάουν». Για τον αριθμό των «γυναικοκτονιών» δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, ωστόσο σύμφωνα με τα συμβάντα που κατέγραψε ο τύπος, κατεγράφησαν 17 θύματα τη για το 2021. Δυστυχώς για παλαιότερα έτη δεν υπάρχουν αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία που θα μας επιτρέψουν να καταγράψουμε την αύξηση λεπτομερώς. Ωστόσο για να αντιληφθούμε το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος θα πρέπει να αντιπαραβάλλουμε τον αριθμό των «γυναικοκτονιών», προς τον συνολικό αριθμό των ανθρωποκτονιών με δόλο που κατεγράφησαν το 2021, όπως γίνεται ορατό στον παρακάτω πίνακα της «Στατιστικής Επετιρίδας 2021».

Πηγή: http://www.astynomia.gr/images/stories/2022/files22/epetirida2021.pdf
Αν ληφθεί ως δεδομένο πως οι ανεξιχνίαστες ανθρωποκτονίες δεν υπάγονται στις «γυναικοκτονίες», τότε από το σύνολο των ανθρωποκτονιών με δόλο που έλαβαν χώρα το 2021 στην Ελλάδα, οι «γυναικοκτονίες» απαρτίζουν το 1,4% του συνόλου (εξιχνιασμένων και μη). Στόχος της αντεγκληματικής πολιτικής είναι η μείωση του ποσοστού αυτού και ένα από τα εργαλεία που βρίσκονται στη διάθεσή της είναι η επιβολή αυστηρότερων κυρώσεων, μέσω της ποινικής νομοθεσίας.
Έχει υποστηριχθεί από ορισμένους νομικούς πως θα πρέπει να υιοθετηθεί ο όρος «γυναικοκτονία» από το ελληνικό δίκαιο, όπως συμβαίνει και στο δίκαιο της Αργεντινής, όπου υιοθετήθηκε ο όρος, το 2016, έπειτα από ραγδαία αύξηση των περιστατικών βίας κατά των γυναικών. Η αντίθετη άποψη υποστηρίζει πως κάτι τέτοιο θα έπληττε τη συνταγματική ισότητα ανάμεσα στα δυο φύλα, που εγκαθιδρύεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2 του ελληνικού Συντάγματος.
Τα στατιστικά στοιχεία υποδεικνύουν πως οι «γυναικοκτονίες» είναι ένα υπαρκτό φαινόμενο, το οποίο αναγνωρίζεται και από την κοινή γνώμη ως ένα έγκλημα με ιδιαίτερη «χροιά». Το δίκαιο επηρεάζει τον τρόπο λειτουργίας μιας κοινωνίας και αντιστρόφως μια κοινωνία μπορεί να επηρεάσει τη διαμόρφωση του δικαίου. Πρόκειται δηλαδή για μια αμφίδρομη σχέση. Το δίκαιο υφίσταται για να ρυθμίζει τις κοινωνικές σχέσεις και πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με τις αλλαγές σε μια κοινωνία, διατηρώντας ωστόσο ακέραιο τον πυρήνα και τις βασικές αρχές του. Ένα δίκαιο το οποίο μεταβάλλει διαρκώς τον πυρήνα του, δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου, με αποτέλεσμα να απωλέσει σε βάθος χρόνου την αξιοπιστία του.
Γι’ αυτό θα πρέπει να αποφευχθεί η ένταξη ενός ορισμού της έννοιας της «γυναικοκτονίας» και αντ’ αυτού να χρησιμοποιηθεί το υπάρχον πλαίσιο, το οποίο είναι παραπάνω από επαρκές. Το άρθρο 82Α του Ποινικού Κώδικα, εισάγει εμμέσως ένα ιδιώνυμο έγκλημα, το οποίο συνιστά -τυπικά- επιβαρυντική περίσταση. Αυτό συμβαίνει επειδή ο παθών θα πρέπει να έχει επιλεγεί από τον δράστη εξαιτίας ορισμένων χαρακτηριστικών του, γεγονός που εγκαθιδρύει ιδιώνυμα χαρακτηριστικά στο έγκλημα. Η συγκεκριμένη διάταξη λειτουργεί ως επιβαρυντική περίσταση και αν εφαρμοστεί σε περίπτωση «γυναικοκτονίας», σε συνδυασμό με το άρθρο 299 ΠΚ παράγραφος 1, μπορεί να αυξήσει την ποινή του δράστη τουλάχιστον δυο έτη.
Η διασταλτική ερμηνεία της διάταξης ωστόσο, προκειμένου να συμπεριλάβει και τις «γυναικοκτονίες», μπορεί να συναντήσει ορισμένα εμπόδια. Αν θεωρηθεί πως ρατσισμός μπορεί να υπάρξει και με βάση το φύλο, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να αναγνωριστιούν και άλλες μορφές ρατσισμού στην έκταση εφαρμογής της διάταξης, όπως ο κοινωνικός ρατσισμός, ο οποίος είναι μια αρκετά ασαφής έννοια, με αποτέλεσμα να διευρυνθεί δραματικά το αξιόποινο του άρθρου 82Α ΠΚ. Επιπλέον για να τιμωρηθεί κανείς με τη συγκεκριμένη διάταξη, θα πρέπει να εξεταστούν ενδελεχώς τα κίνητρα του. Στο σημείο αυτό ανακύπτει ένα ζήτημα.
«Εάν έχει τελεστεί έγκλημα κατά παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε λόγω των χαρακτηριστικών φυλής…». Η διάταξη δεν συγκεκριμενοποιεί αν πρέπει να ήταν αποκλειστικός παράγοντας τα χαρακτηριστικά του παθόντος. Συνήθως τα κίνητρα ενός εγκλήματος είναι πολυπαραγοντικά. Για παράδειγμα στην πρόσφατη «γυναικοκτονία» στην Κυψέλη, ο δράστης φαίνεται να είχε και άλλα κίνητρα, τα οποία ήταν μάλλον οικονομικής φύσεως εφόσον δεν του είχε επιστραφεί ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Γίνεται αντιληπτό λοιπόν πως η διάταξη μάλλον πρέπει να τροποποιηθεί και για ερμηνευτικούς λόγους, πέραν του ζητήματος των «γυναικοκτονιών».
Η τροποποίηση θα πρέπει αφενός να ξεκαθαρίζει το αν αρκεί να είναι ένα από τα πολλά κίνητρα οι ρατσιστικές αντιλήψεις απέναντι στον παθόντα και αφετέρου θα πρέπει να δοθεί ένας νέος ορισμός για τον ρατσισμό, ο οποίος θα περιλαμβάνει το κοινωνικό φαινόμενο της «γυναικοκτονίας» και παράλληλα δεν θα διευρύνει υπερβολικά το αξιόποινο. Μια τέτοια προσαρμογή θα μπορούσε να γίνει ακόμη και με τη χρήση ερμηνευτικής δήλωσης.
Συνοψίζοντας, στην νομοθετική αντιμετώπιση του ζητήματος των «γυναικοκτονιών» θα πρέπει να απομονωθούν οι πολιτικές αποχρώσεις που ενδεχομένως να έχει λάβει το ζήτημα. Οι κανόνες δεν θεσπίζονται μόνο με βάση τον παλμό της κοινωνίας αλλά και με προσεκτική στάθμιση των αρνητικών συνεπειών που μπορεί να ανακύψουν με την εφαρμογή τους. Προτεραιότητα δεν θα πρέπει να είναι η αυτούσια καθιέρωση του όρου της «γυναικοκτονίας», αλλά η ρύθμιση του ζητήματος με αποτέλεσμα την αποκλιμάκωση του φαινομένου. Η αύξηση των περιστατικών «γυναικοκτονίας» απαιτεί ανανέωση της διάταξης 82Α ΠΚ, προκειμένου να προστατευτούν οι γυναίκες και η ομαλή λειτουργία ολόκληρης της κοινωνίας εν γένει. Ένα σύγχρονο κράτος δικαίου οφείλει να ανιχνεύει σύντομα τις μεταβολές σε μια κοινωνία και να προσαρμόζει το κανονιστικό πλαίσιο σύμφωνα με τις ανάγκες της.