«Τι υπάρχει;»
Μια σκιά ψάχνει,
σπάζει το σκοτάδι σε κομμάτια
αναζητά άπαυστα
και είναι νύχτα.
Ο άνεμος ξεχνάει, ίσως επίτηδες,
δεν ρωτά τις ώρες,
ούτε τα κύματα
πόσος καιρός μένει ως
την άνοιξη.
Μέσα στην απλή μέρα
όλα φαντάζουν αληθινά
χειροπιαστά.
«Είναι;»
Τα δέντρα σκύβουν το κεφάλι στη βροχή
«εμείς στο φως,
τυφλώνονται εκείνοι που πασχίζουν ν’ αγγίξουν τον ορίζοντα,»
λένε πως
ο χρόνος δεν παγώνει,
μα εμείς παραμελούμε,
λησμονάμε
τις φωνές της γης που σκίζουν κάθε γνώση.
Άλλη μια μέρα,
άλλη μια νύχτα,
ο άνθρωπος ακόμη δεν βρήκε απάντηση.
Μουρμουρίζει περπατώντας ανάμεσα στις σκέψεις
«τι υπάρχει;»
Κάθε μέρα ψάχνει.
Μόνος, γιατί είναι μοναχικό τούτο το ταξίδι
και το φως δε λιγοστεύει.
Μόνος.
Το ταξίδι δεν τελειώνει,
ο άνθρωπος μονάχα παύει.
Προτού σιγήσει
με μάτια ορθάνοιχτα
ψιθυρίζει προς το φως
«πάλεψα».
Δεν σκύβει πια.
«Νίκησα.»