Με αφορμή την κλιμάκωση των περιστατικών γυναικοκτονίας στη χώρα μας τις τελευταίες ημέρες θεωρείται αναγκαίο να τονιστούν τα αίτια και η εξέλιξη του φαινομένου και να ευαισθητοποιηθούν άτομα και φορείς , ώστε η γυναίκα να προστατεύεται , όπως της αξίζει, και να λαμβάνει τη θέση που της αρμόζει σε μια δημοκρατική κοινωνία, η οποία προσπαθεί να καταπολεμήσει κάθε μορφής ανισότητα και βία.
Ο όρος γυναικοκτονία χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τη φεμινίστρια και ακτιβίστρια Diana Russell, όταν τον αξιοποίησε , προκειμένου να αναφερθεί σε μια επιμέρους ειδικότερη πτυχή ανθρωποκτονίας . Γι’ αυτό και είναι απαραίτητο να διασαφηνιστεί εξαρχής ότι η γυναικοκτονία δεν ταυτίζεται με την έννοια της εν γένει ανθρωποκτονίας. Το φαινόμενο προσδιορίζεται διεθνώς και ως <<femicide>> ή <<femicidio>> και είναι αναγκαίο να διασαφηνιστεί το περιεχόμενό του, ώστε να γίνει κατανοητή και η ιδιαίτερη φύση του. Ως γυναικοκτονίες χαρακτηρίζονται τα περιστατικά δολοφονίας γυναικών , πίσω από τις οποίες υπολανθάνουν σεξιστικά κίνητρα και στην πλειονότητα των περιπτώσεων η γυναίκα σχετίζεται με τον δράστη, ενώ συνδέεται άρρηκτα με την έμφυλη βία και αποτελεί κατάληξη της τελευταίας.
Οι γενεσιουργές δυνάμεις του φαινομένου αυτού ανάγονται σε ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών πρακτικών. Τα στερεότυπα, οι παρωχημένες αντιλήψεις και οι προκαταλήψεις τοποθετούν τη γυναίκα σε μια διαρκή υποτέλεια περιορίζοντάς την σε συγκεκριμένους ρόλους και καταπιέσεις. Η διαφορά φύλου (αρσενικά- θηλυκά), η αίσθηση ή η ψευδαίσθηση υπεροχής κι ελέγχου πάνω στη γυναίκα και την ελευθερία της και οι σχέσεις δύναμης-εξουσίας , στις οποίες η φύση ευνόησε περισσότερο τα αρσενικά και οι οποίες βασίζονται σε μια γερά θεμελιωμένη πατριαρχία, εγείρουν ανισότητες και βία ως μέσο κοινωνικού ελέγχου. Βία , η οποία σταδιακά κλιμακώνεται κι εκχωρεί στους άνδρες το δικαίωμα της διορθωτικής τιμωρίας των γυναικών με οποιονδήποτε τρόπο. Επιπρόσθετα, η ανοχή, η αδράνεια των θεσμών και η ατιμωρησία επί της ουσίας θεσμοποιούν τη βία κατά γυναικών και κοριτσιών , ενώ η παρότρυνση από τις Αρχές και την κοινωνία για διατήρηση της οικογενειακής συνοχής και η μη εφαρμογή διαδικασιών , λόγω ανεπαρκούς γνώσης νομικού πλαισίου έχει οδηγήσει πίσω στις εστίες τους ξανά και ξανά γυναίκες , που κάποια στιγμή δολοφονήθηκαν . Άλλα κοινωνικά φαινόμενα , όπως η ανεργία, η φτώχεια, οι πόλεμοι και η μετανάστευση μεγιστοποιούν την ευπάθεια των γυναικών αυξάνοντας τις πιθανότητες να υποστούν βία λόγω του φύλου τους. Συν τοις άλλοις, τα ΜΜΕ συγκαλύπτουν τα περιστατικά γυναικοκτονίας και τα παρουσιάζουν με τρόπο , που συρρικνώνει τη σοβαρότητα του φαινομένου κι επιρρίπτει ευθύνες στη συμπεριφορά των θυμάτων.
Όπως γίνεται αντιληπτό, οι επιπτώσεις μιας γυναικοκτονίας είναι ποικίλες. Ως άμεση συνέπεια, ο θάνατος πολλών γυναικών επηρεάζει αρνητικά την οικογένεια (και ως θεσμό) , καθώς αφήνει εκτεθειμένους πολλούς αθώους παρευρισκόμενους ευθέως συναρτώμενους με τα θύματα. Κατ’ επέκταση, επηρεάζεται άμεσα ή έμμεσα η υγεία και η ασφάλεια των υπόλοιπων μελών της οικογένειας, ενώ προκύπτουν επακολούθως και ψυχολογικές και οικονομικές συνέπειες και στον κοινωνικό τομέα γίνεται φανερό ότι η κοινωνία πηγαίνει ένα βήμα πίσω , υποχωρεί στην οπισθοδρομικότητα των αντιλήψεων και στην ανεπάρκεια και αδράνεια των θεσμών προστασίας των γυναικών και των Αρχών της Πολιτείας.
Για την αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου είναι απαραίτητη η συνδυαστική δράση και συνεργασία όλων των φορέων της Πολιτείας , ώστε τα περιστατικά γυναικοκτονίας να εξασθενίσουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Στον τομέα της Δικαιοσύνης , η χώρα μας διαθέτει ένα επαρκές νομικό οπλοστάσιο , το οποίο , αν αξιοποιηθεί κι ερμηνευτεί με τον σωστό τρόπο και με τη βοήθεια ειδικών, τότε θα γίνει κατανοητό και θα εφαρμόζεται , όχι μόνο τυπικά, αλλά και ουσιαστικά προς πρόληψη και καταστολή του φαινομένου και ικανοποίηση του περί δικαίου αισθήματος των πολιτών. Επίσης, η Πολιτεία οφείλει να αναδιοργανώσει τις Αρχές της , και , κυρίως, τις Αστυνομικές, και να τις εκπαιδεύει στην άμεση και αποτελεσματική αντιμετώπιση της γυναικοκτονίας παρέχοντάς τους τα κατάλληλα μέσα και όπλα , ενώ οι θεσμοί , οι οργανώσεις και οι δομές προστασίας των γυναικών είναι απαραίτητο να ενισχυθούν , ούτως ώστε , όταν κάποια γυναίκα καταγγέλλει ένα τέτοιο περιστατικό, να μην αντιμετωπίζεται με αδιαφορία , αλλά να βρίσκει σε αυτές το έρεισμα και τη δύναμη να αντιδρά σε οποιαδήποτε πρόκληση δέχεται. Ευρύτερα η κοινωνία, ωφέλιμο θα ήταν να επαναϊεραρχήσει τις αρχές και τις αξίες της και να μη στηρίζει οπισθοδρομικές, σεξιστικές και πατριαρχικές αντιλήψεις , οι οποίες παράγουν βία και ανισότητες. Άλλο ένα μέτρο προστασίας συνιστά η εκπαίδευση των γυναικών. Οι ίδιες οι γυναίκες είναι απαραίτητο να δίνουν βάση στη μόρφωσή τους και να μην γίνονται άβουλα, χειραγωγήσιμα όντα , να μην ανέχονται την εκμετάλλευση και να μη σιωπούν μπροστά στις απειλές. Και η καλλιέργεια του πνεύματός τους, η διεύρυνση των οριζόντων τους συνιστά τη βασικότερη ασπίδα αυτοπροστασίας τους και ένα επιπλέον πλεονέκτημα , το οποίο εξισορροπεί τις τυχόν αδυναμίες τους ως είδος. Ακόμη, ακριβώς επειδή μια γυναικοκτονία δεν είναι ένας κεραυνός εν αιθρία , αλλά μια σταδιακή κορύφωση συστηματικής άσκησης έμφυλης βίας, απαιτείται εντονότερη νομική της αναγνώριση με ενδεχόμενες τροποποιήσεις νόμων ή προσθήκη σαφέστερων όρων κι επιπλέον επιβαρυντικών περιστάσεων στον ήδη υπάρχοντα ΠΚ.
Συνοψίζοντας, αξίζει να επισημανθεί πως η γυναικοκτονία συνιστά ένα σύνθετο και πολυεπίπεδο φαινόμενο της σύγχρονης κοινωνίας με ολέθριες συνέπειες για την τελευταία. Όπως, λοιπόν, απαιτείται συνδυασμός παραγόντων , για να δημιουργηθεί, έτσι απαιτείται και συσπείρωση δυνάμεων , για να αντιμετωπιστεί. Γι’ αυτό και ο όρος αυτός- η γυναικοκτονία- θα πρέπει να αντηχήσει βαθιά στη συνείδηση και την κρίση των ατόμων , να μην αλλοιώνεται και να μη θεωρείται κάτι ασήμαντο , καθώς, στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για μια απλή δολοφονία, αλλά για θάνατο των όντων, που δίνουν ζωή.