Το Δράν

Εισβολή

Εισβολή

«Δεν κατάλαβα πότε και πώς έφτασα εδώ. Ίσα ίσα είχα τις αισθήσεις μου. Όλα ήταν θολά στη μνήμη μου. Το μόνο που θυμόμουν το πως ξεκίνησε η μέρα μου.» ,είπε στην ρεπόρτερ.

«Θυμάμαι τις εκκωφαντικές παρατηρήσεις των γονιών μου, επειδή είχα γυρίσει χθες βράδυ αργότερα από την υποδεδειγμενη ώρα. Μόλις ξύπνησα και κατέβηκα να πάρω πρωινό ήρθε η μητέρα μου κοντά και χαϊδεύοντας με στα μαλλιά, μου ζήτησε να κάτσω μαζί τους να μιλήσουμε. Η καλοπροαίρετη συζήτηση μετετράπηκε σε δευτερόλεπτα σε έντονο τσακωμό. Οι φωνές έμοιαζαν ασταμάτητες σαν μια ηχώ που εξαπλωνόταν από τα αυτιά μου σε όλο το δωμάτιο. Ο ήχος ανακλούσε στον τοίχο και γυρνούσε στα αυτιά μου που βούιζαν. «Γιατί γύρισες αργά χθες;». «Γιατί δεν πήρες τηλέφωνο;». «Γιατί δεν έστειλες έστω ένα μήνυμα;». Γιατί,γιατί,γιατί…  Δικαιολογία καμία. Έπειτα νεκρική σιωπή. Και όταν το σώμα βρήκε τη δύναμη να σηκώσει το κεφάλι ξεκίνησαν οι γνωστές παρατηρήσεις. «Μη γυρνάς μετά τις 11!».  «Μην έχεις το κινητό κλειστό!». «Μη περπατάς μόνη σου!». «Μη πάρεις τα μέσα!». «Μη πηγαίνεις στα σοκάκια!». «Μη πηγαίνεις από τα σκοτεινά σημεία του δρόμου!». Μη,μη,μη… Στο τελευταίο μη ο πατέρας μου χτύπησε τα χέρια του στο τραπέζι. Ταράχτηκα. Ποτέ δε το είχε ξανακάνει αυτό. Βούρκωσα αλλά φώναξα κομπαστικά «Έχω βαρεθεί να ακούω τα ίδια! Μια φορά γύρισα αργά! Δε συνέβη τίποτα! Ξέρω να προστατεύω τον εαυτό μου! Μπορώ και μόνη μου!».

Έριξα την καρεκλά στο πάτωμα και έτρεξα προς τη σκάλα. Τα βήματα μου έμοιαζαν με βήματα αποφασισμένων στρατιωτών και η κλειδαριά στο δωμάτιο μου με τη σφραγίδα της αποφασιστικότητας μου να αντισταθώ στην υπερπροστατευτική και οπισθοδρομική ιδεολογία τους. Κάνεις τους δεν χτύπησε την πόρτα να δει πώς είμαι. «Το μόνο που ξέρουν είναι να επιβάλλουν και για τα υπόλοιπα αδιαφορούν». Με αυτή τη σκέψη όταν βράδιασε, ντύθηκα και αποφάσισα να αποδράσω από το κελί που στην πραγματικότητα είχα επιβάλλει η ίδια στον εαυτό μου αλλά και από τη φυλακή που αποκαλούσα μέχρι πριν λίγες ώρες σπίτι. Άνοιξα αθόρυβα το παράθυρο ίσα ίσα για να χωράω και ξεγλίστρησα ,όπως ένας φυλακισμένος αναμεσά από τα ελαφρώς λυγισμένα κάγκελα του κελιού του. Για καλή μου τύχη ο μπαμπάς μου είχε αφήσει τη σκάλα με τη βοήθεια της οποίας έφτιαχνε κάτι στην οροφή. Έτσι, αντί να πηδήξω από το παράθυρο μου στον κήπο που είχε αρκετές πιθανότητες να καταλάβαιναν τις προθέσεις μου οι γονείς μ, κατέβηκα ήσυχα με τις πατημασιές ενός εμπείρου αίλουρου που πλησιάζει αργά το θήραμα του. Με αυτόν τον τρόπο πλησίαζα στην ποθητή ελευθέρια μου.

Όταν κατέβηκα, ένιωσα την περιέργεια  να κοιτάξω από το παράθυρο και να δω τι απασχολούσε τόσο τους γονείς μου και αδιαφορούσαν για εμένα. Με μια επιφυλακτική ματιά πίσω από την κουρτίνα είδα ότι κάθονταν ακόμα στο τραπέζι και συζητούσαν. «Τι να έλεγαν άραγε τόσες ώρες;» Η περιέργεια μου ροκάνιζε το μυαλό αλλά βλέποντας τον δρόμο να ανοίγεται προς την ελευθέρια προτίμησα να την αφήσω να με απασχολεί όσο τον ακολουθούσα. Περπατούσα χαμογελαστή με το κεφάλι ψηλά, οντάς περήφανη για το επίτευγμα μου να κατάλυση τη δικτατορία των γονιών μου. Ήμουν ο απελευθερωτής του εαυτού μου. Με τη σκέψη αυτή, άνοιξα το κινητό μου και είδα ένα μήνυμα από την κολλητή μου που μου έλεγε ότι είμαι καλεσμένη στο αποψινό πάρτη ενός παιδιού από την ομάδα ποδοσφαίρου. Η αλήθεια είναι μου έκανε εντύπωση, γιατί δεν είχα ποτέ οποιαδήποτε μορφή σχέσης με αυτά τα παιδιά αλλά ,αφού δεν είχα τίποτα άλλο αξιόλογο να κάνω, αποφάσισα να πάω στο πάρτυ. Πλησιάζοντας στο σπίτι του παιδιού, η μουσική ακουγόταν ήδη στη διαπασών. Άρχισα να λικνίζομαι στον ρυθμό του τραγουδιού και κλείνοντας τα ματιά, αφέθηκα στη μελωδία. Σαν μεθυσμένη, έφτασα μπροστά από την ορθάνοιχτη πόρτα του σπιτιού. Η κολλητή μου, απολαμβάνοντας την συν επαρμένη διάθεση μου, με έσπρωξε στο κέντρο της πίστας. Τότε, όλα τα ματιά πέσαν πάνω μου και πολλοί ακολουθήσαν τον ρυθμό μου. Αφού ζαλιστήκαμε στον χορό, εγώ κ η παρέα μου ξεκινήσαμε να πίνουμε. Το ένα ποτήρι ερχόταν μετρά το άλλο και τα μπουκάλια αδειάζαν μέσα σε λίγα λεπτά. Όλα ήταν πλέον θολά ένιωθα τον εαυτό μου να κατευθύνετε πάλι προς την πιστά αλλά τα σώματα δε με αφήναν να περάσω. Στέκονταν εμπόδιο στην διάθεση μου ή έστω στη μεθυσμένη διάθεση μου να χορέψω. Η πίστα φαίνονταν όμως τόσο μακριά και τα σώματα με απωθούσαν όλο και περισσότερο από αυτή.

Η μουσική σκέπαζε όλες τις φωνές και ίσα ίσα ξεχώρισα δυο λέξεις ερχόμενες από μια βαριά φωνή. «Αυτή λες;». Δεν μπόρεσα να ακούσω τίποτα άλλο. Τα αυτιά μου βούιζαν από τη μουσική. Το μόνο που ένιωσα ήταν πολλά χέρια στο σώμα μου. Με έπιαναν από τα άκρα, σηκώνοντας το κυριευμένο από αλκοόλ σώμα μου. Σαν μαριονέτα κινούσαν τα χέρια, τα ποδιά, το κεφάλι μου και με πήγαν σε ένα δωμάτιο που η μουσική δεν ακουγόταν τόσο όσο πριν. Ξαφνικά με αφήσαν και εγώ στραβοπατώντας έπεσα στο πάτωμα. «Λιώμα είναι» είπε κάποιος στα δεξιά μου. «Καλυτέρα. Δε θα καταλάβει και πολλά» απάντησε κάποιος στα αριστερά μου. «Ας τελειώνουμε λοιπόν» είπε κάποιος ο οποίος στεκόταν ήδη από πάνω μου. Αρχίσαν τότε και οι τρεις τους να μου βγάζουν τα ρούχα. Μέσα στη θολούρα μου αντέδρασα κουνώντας τα χέρια μ και τα ποδιά μου μήπως καταφέρω να τους χτυπήσω και με αφήσουν ήσυχη. Μάταια όμως. Μου κρατούσαν τα χέρια σαν χειροπέδες και τα ποδιά μου χτυπούσαν αέρα. Μου έβγαλαν τα ρούχα και αρχίσαν να με αγγίζουν. Ταρακουνούσα το σώμα μου όπως τιναζόμουν από την άμμο στην παράλια τα καλοκαιριά. Αυτοί δεν έφευγαν όμως σαν την άμμο. Συνέχιζαν να με φιλούν στον λαιμό και τα χέρια τους αγγίξαν το στήθος μου. Εκείνος που ήταν από πάνω μου άρχισε να βγάζει τη ζώνη του. Τότε κατάλαβα ότι έπρεπε να φωνάξω. Η φωνή μου διαπέρασε τους τοίχους αλλά όχι για πολύ. Ο ένας από τους τρεις με φίλησε για να μην ακούγομαι. Τότε τον δάγκωσα και βγάζοντας μια κραυγή με χαστούκισε. Τα ματιά μου δάκρυζαν και ένιωσα να τρέχει αίμα από τη μύτη μου. Πήγα να σηκώσω ασυναίσθητα το χέρι μου για να δω τι συνέβαινε αλλά τότε ο ένας μου το έσφιξε περισσότερο και με ξαναχαστούκισε. Το δεύτερο χαστούκι με έκανε να χάσω τος αισθήσεις μου. Η θολή εικόνα μαύρισε.

Έπειτα από κάποια λεπτά ή ίσως ώρα ή ώρες σιγοάνοιξα τα μάτια μου. Ένα διαπεραστικό λευκό φως ήταν το πρώτο πράγμα μου αντίκρισα. Άκουγα φωνές γνώριμες αλλά δεν ξεχώριζα λέξεις. Τα μάτια μου αρχίσαν να συνηθίζουν το φως και τότε κατάλαβα ότι βρισκόμουν σε ένα νοσοκομείο. Δεν κατάλαβα πότε και πώς έφτασα εδώ. Ένας γιατρός με πλησίασε. Πίσω του ακολουθήσαν οι γονείς μου. Με ρώτησε πώς ένιωθα. Ζαλιζόμουν και ένιωθα σαν αν είχε παραβιαστεί όλο το σώμα μου. Δεν ένιωθα, όπως πριν. Κάτι ξένο σαν κλέφτης βρήκε τρόπο να ξεκλειδώσει τα μυστικά σημεία του κορμιού μου. Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά ο γιατρός με απέτρεψε. Πονούσα παντού. Κοίταξα τα χέρια και τα ποδιά μου και είχαν μελανιές και γρατζουνιές. Ο λαιμός μου πιπίλιζες. Η μύτη μου σπασμένη. Ο γιατρός με κοίταξε και μου είπε ότι είμαι πολύ τυχερή από πολλές απόψεις. Δεν καταλάβαινα πολλά. Οι γονείς μου ήθελαν να μου μιλήσουν αλλά εγώ δεν ήθελα ούτε να τους βλέπω. Με πλησίασε ο πατέρας μου και μου είπε ότι αυτό προσπαθούσε να αποτρέψει. Η μητέρα μου έκλαιγε με λυγμούς διπλά του αλλά και πάλι δεν γύρισα να τους κοιτάξω.

Αργότερα το βραδύ έφεραν μια ακόμα κοπέλα στον διπλανό μου κρεβάτι. Ήταν αργά όταν ανέκτησε της αισθήσεις της αλλά εγώ δεν είχα ύπνο. «Είσαι καλά;» τη ρώτησα, ανησυχώντας. «Όσο νάνε.» μου απάντησε ξερά. «Τι σου συνέβη;» συνέχισα. Όλο το βράδυ μου διηγήθηκε τι πέρασε. Μου είπε ότι γυρνούσε σπίτι και στο στενό διπλά από το σπίτι της δυο άντρες την έπιασαν , της έβγαλαν τα ρούχα, τη χτυπήσαν και εισέβαλλαν μέσα της. Της διηγήθηκα και τη δική μου ιστορία. Τώρα κατάλαβα γιατί ήμουν τυχερή. Η μεθυσμένη κατάσταση μου δεν μου επέτρεψε να νιώσω τον πόνο της εισβολής, όπως τον είχε νιώσει εκείνη. Τις επόμενες μέρες έφεραν και άλλες κοπέλες και μας είπαν και τις δίκες τους ιστορίες. Όλες πιστεύαμε ότι μπορούσαμε να προστατευτούμε. Όλες πιστεύαμε ότι σε εμάς δε θα συμβεί. Τώρα συνέβη. Τώρα τα μυστικά μέσα μας έχουν παραβιαστεί και δεν είχαν μοιραστεί σε κάποιον που αγαπάμε. Τώρα θα θυμόμαστε και θα ζούμε με αυτή την εισβολή. Μια εισβολή που μας άλλαξε τη ζωή.»

 Η ρεπόρτερ ήταν εμφανώς συγκινημένη για τη δύναμη ψυχής που είχε το αθώο πλάσμα μπροστά της. Έκλεισε το μαγνητόφωνο και πηρέ αγκαλιά το κορίτσι.

-Λυπάμαι πολύ για αυτό που σου συνέβη, ,της είπε κοιτάζοντας την βουρκωμένη.

-Δεν πειράζει. Μπορώ να προσθέσω κάτι στη συνέντευξη; ,απόρησε.

-Ευχαρίστως!, είπε και άνοιξε ξανά το μαγνητόφωνο.

«Εσύ που το διαβάζεις αυτό θέλω να ξέρεις ότι αυτή ήταν μια από τις πολλές ιστορίες που μπορεί να ακούσεις να συμβαίνουν γύρω σου. Δυστυχώς, σε όλους μπορεί να συμβεί αυτή η εισβολή και όχι μόνο αυτή… Είναι στο χέρι σου όμως να μην την αφήσεις  να αλλάξει τη δική σου ζωή! Μείνε δυνατός ή δυνατή και προφυλάξου όχι μόνο με ασπίδα την προσοχή αλλά κυρίως την παιδεία! Αυτή είναι η συμβουλή μου.”.

«Τέλος μηνύματος», είπε η ρεπόρτερ και το μόνο που ακούστηκε ήταν το κουμπί του μαγνητοφώνου…