Το Δράν

Συνάντηση με την παράνοια

Νιώθεις ζαλισμένος, χαμένος μες της παράνοιας την αγκαλιά,

παραδομένος στον βάρβαρο, λυγίζεις, είσαι δεμένος με τα πιο σφιχτά δεσμά.

Δεν σπάνε, παραμένουν τυλιγμένα γύρω από τον λαιμό σου σαν φίδια, έτοιμα να χύσουν το φαρμάκι τους.

Λουσμένος από κρύο ιδρώτα, νιώθεις πως κάτι αρχίζει να σου κυριεύει το σώμα…

Είναι ο φόβος που σε πλημμυρίζει αργά και βασανιστικά,

σαν το βυθισμένο πλοίο που το τρώγει λίγο-λίγο η αλμύρα της θάλασσας.

Η φωνή σου κόβεται,

δεν καταφέρνει να βγει στην επιφάνεια

η ανάσα σου γίνεται όλο και πιο γρήγορη

η καρδιά σου πάλλεται ανάμεσα στο στήθος

χτυπάει επίμονα το στέρνο σου, επιθυμώντας να απελευθερωθεί

όπως οι φτερούγες του φυλακισμένου περιστεριού

αναζητώντας την σωτηρία του.

Τα άκρα σου παραλύουν, δεν είσαι ικανός να τα ελέγξεις

χορεύουν μόνα τους τον ματωμένο χορό.

Κι εσύ, αποσβολωμένος, στέκεσαι απαθής,

παρακολουθείς

δίχως να κάνεις ουδεμία κίνηση.

Κλείνεις τα μάτια, σε μια ενστικτώδης προσπάθεια να βάλεις ένα τέλος.

Μάταια, δεν είναι όνειρο, οι σειρήνες συνεχίζουν την μελωδία τους χωρίς σταματημό.

Γίνεται όλο και πιο γοργή, εκκωφαντικοί ήχοι αντηχούν στα αυτιά σου…

σε τρελαίνουν σιγά-σιγά…

Δες δεν είναι, τελικά, σαν χάδι;

Χάδι της μάνας, γλυκό και γαλήνιο.

Το συνήθισες πια, δεν σου κάνει καμία εντύπωση!