Το Δράν

Βιασμός

Ποινικοποίηση του βιασμού: τί ισχύει σήμερα και τί θα μπορούσε να αλλάξει

Το έγκλημα του βιασμού στην χώρα μας, δυστυχώς, δεν είναι καθόλου πρωτόγνωρο. Το αντίθετο θα έλεγε κανείς, ιδίως αν ανέτρεχε στις καταγεγραμμένες υποθέσεις δεκαετιών (άλλες πιο προβεβλημένες από τα ΜΜΕ και άλλες όχι τόσο), αλλά και αν αναλογιζόταν πόσες ακόμη δεν έχουν ποτέ καταγγελθεί. Η συχνότητα του συγκεκριμένου πολύπρακτου εγκλήματος, λοιπόν, εγείρει το ερώτημα του ποια είναι η σημερινή ποινικοποίηση του στο Δίκαιό μας, αν αυτή είναι ορθή ή αν θα έπρεπε να ισχύει κάτι διαφορετικό.

Στον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα το έγκλημα του βιασμού προβλέπεται στο άρθρο 336, όπου στην §1 ορίζεται ότι «Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών.» Η ποινή αυτή, όμως, θεωρείται από πολυάριθμα μέλη του κοινωνικού συνόλου ως ανεπαρκής, όπως δηλώνουν ρητά στα ΜΚΔ κάθε φορά που άλλο ένα αποτρόπαιο έγκλημα βιασμού έρχεται στην δημοσιότητα. Αισθάνονται ότι η δικαιοσύνη δεν αποκαθίσταται, ειδικά αν ο δράστης «βγαίνει έξω» νωρίτερα από τον προβλεπόμενο χρόνο -λόγω καλής διαγωγής για παράδειγμα- καθώς και ότι η οικογένεια του θύματος, αλλά και το ίδιο το θύμα, δεν αισθάνονται δικαιωμένοι από την τιμωρία και ότι η κοινωνία διαβρώνεται εάν τέτοιου είδους άνθρωποι κυκλοφορούν ελεύθεροι μετά την πάροδο ενός «συντόμου» χρονικού διαστήματος. Έτσι, αντιτίθενται στον ισχύοντα ΠΚ αντιπροτείνοντας άλλες ποινές για το εν λόγω έγκλημα.

Η πιο συνήθης που θα διαβάσει κανείς στις διάφορες πλατφόρμες των ΜΚΔ είναι η επαναθέσπιση της θανατικής ποινής για τους δράστες, η οποία, σημειωτέον, στην χώρα μας έχει καταργηθεί ρητά από το 1993 (Ν.2172, αρθ.33§1). Υποστηρίζουν, λοιπόν, ότι δια αυτού του τρόπου όχι μόνο διασφαλίζεται δια παντός ότι ο εγκληματίας δεν θα τελέσει ξανά έγκλημα, αλλά και ότι παραδειγματίζονται άλλοι πιθανοί δράστες, με αποτέλεσμα να αποτρέπονται από την μελλοντική τέλεση του εγκλήματος του βιασμού, λόγω του φόβου της ποινής του θανάτου. Έτσι, διατείνονται ότι θα μειωθεί η εγκληματικότητα (τουλάχιστον όσον αφορά στα εγκλήματα που θα εφαρμοσθεί η θανατική ποινή) και το κοινωνικό σύνολο θα ανακουφιστεί από τέτοια απεχθή εγκλήματα. Εντούτοις, πέραν του ότι αυτή η ποινή επιβάλλεται κυρίως σε καθεστώτα μη δημοκρατικά και του ότι στις ΗΠΑ (μια από τις ελάχιστες δημοκρατίες με ισχύουσα τέτοια ποινή σε ολιγάριθμες Πολιτείες της) δεν έχει παρατηρηθεί μείωση της εγκληματικότητας -άρα και παραδειγματισμός-, αυτή η «λύση» δεν δείχνει αποτελεσματική. Ο λόγος είναι γιατί προσβάλλει το θεμελιωδέστερο έννομο αγαθό, που είναι η ανθρώπινη ζωή, αδυνατεί να σωφρονίσει τον δράστη (που αποτελεί έναν εκ των στόχων των ποινών) και τοποθετεί το κράτος στην θέση του εγκληματία, καθώς διαπράττει έναν «εν ψυχρώ φόνο». Επιπλέον, δεν παρέχει την δυνατότητα ανάκλησης της απόφασης σε περίπτωση δικαστικής πλάνης, ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί για την εκπλήρωση πολιτικών σκοπιμοτήτων (όπως έχουμε παρατηρήσει να συμβαίνει στο παρελθόν) ενώ επιφέρει και την ηθική εξαχρείωση όσων ενέχονται στην επιβολή της. 

Εφόσον, λοιπόν, η θανατική ποινή, όσο και αν υποστηρίζεται από στρώματα της κοινωνίας, δεν είναι η ορθή ποινή για το έγκλημα του βιασμού, ποια θα μπορούσε να είναι; 

Μία μέθοδος που αποκτά όλο και περισσότερους υποστηρικτές με την πάροδο των χρόνων είναι ο ευνουχισμός. Όχι τόσο ο φυσικός ευνουχισμός, που πραγματοποιείται με ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων των βιαστών, ο οποίος –δικαίως- θεωρείται απάνθρωπος, κτηνώδης και μεσαιωνικού χαρακτήρα, όσο ο χημικός ευνουχισμός. Ο χημικός ευνουχισμός (ή ορμονοθεραπεία) είναι η μείωση των επιπέδων των ανδρικών ορμονών ή των ανδρογόνων και γίνεται με ενέσεις φαρμάκων, που λέγονται «LH-RH ανάλογα» ή με χάπια «αντιανδρογόνων». Ανάλογα με το φάρμακο και τη δόση, αυτό πρέπει να επαναλαμβάνεται είτε μία φορά τον μήνα είτε μία φορά τον χρόνο. Σε ορισμένες χώρες, όπως η Πολωνία, έχει ήδη τεθεί σε ισχύ νόμος που προβλέπει τον υποχρεωτικό χημικό ευνουχισμό σε παιδεραστές που έχουν καταδικαστεί για βιασμό ή αιμομιξία. Ορισμένα επιχειρήματα που προβάλλουν οι υποστηρικτές του είναι ότι είναι αποτελεσματικός, με αποτέλεσμα να προστατεύεται η κοινωνία από σεξουαλικά εγκλήματα, ότι έχει χαμηλότερο κόστος από την μακροχρόνια κράτηση των εγκληματιών στις φυλακές, καθώς και ότι είναι αναστρέψιμος, σε περίπτωση που θεραπευθεί ο σεξουαλικός παραβάτης -εάν έπασχε από ψυχολογικά ή κάποια άλλη ασθένεια- γεγονός που είναι σημαντικό για το δικαίωμά του στην ιδιωτική ζωή. Παρ΄ όλα αυτά, έχει κατακριθεί αυτό το είδος ποινής ως ένα είδος σύγχρονου βασανιστηρίου, καθώς και ως αναποτελεσματικός, ιδίως από τον ποινικό ψυχολόγο Braford, ο οποίος τόνισε πως το ποσοστό υποτροπής των εγκληματιών θα ανακάμψει δραστικά σε περίπτωση διακοπής της φαρμακευτικής θεραπείας. Επιπροσθέτως, να επισημανθεί ότι ο χημικός ευνουχισμός έχει και ποικίλες παρενέργειες, εντός των οποίων συγκαταλέγονται η κούραση, οι εξάψεις, η κατάθλιψη, καθώς και η στειρότητα, πράγμα που δικαιολογεί ως έναν βαθμό τον χαρακτηρισμό του ως «βασανιστήριο».

Τέλος, η κρατούσα άποψη, τόσο στην κοινωνία όσο και ανάμεσα στους νομικούς, είναι αυτή που θέλει απλώς αυστηροποίηση των ποινών, αλλά διατήρηση του συστήματος της κάθειρξης. Επεξηγηματικά, η θέση αυτή υποστηρίζει ότι ορθό είναι ο σεξουαλικός παραβάτης να φυλακίζεται για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα και να εκτίει πράγματι την ποινή του, χωρίς να «βγαίνει» νωρίτερα, έστω και με περιοριστικούς όρους. Αυτή είναι η πιο μετριοπαθής άποψη και αναμφισβήτητα η πιο δημοκρατική, ενώ είναι και αυτή προς την οποία το Νομικό-Ποινικό μας σύστημα τείνει. 

Εν κατακλείδι, το κοινό αίσθημα δικαίου, καθώς και το ίδιο το θύμα, αισθάνονται μη δικαιωμένα όταν παρατηρείται ότι οι δράστες του αποτρόπαιου εγκλήματος του βιασμού αποφυλακίζονται νωρίτερα από τα δέκα (10) έτη που ορίζει το άρθρο 336§1 ΠΚ, όπως συχνά συμβαίνει στις μέρες μας. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση, λοιπόν, ορθό θεωρώ και είναι όχι να υιοθετηθούν μέθοδοι που μας θυμίζουν τις σκοτεινές εποχές του μεσαίωνα, όπως η θανατική ποινή και ο ευνουχισμός, αλλά να εφαρμοσθούν αποτελεσματικότερα οι ήδη ισχύουσες ποινές, χωρίς μετριασμούς και εξαιρέσεις από την πλήρη και απαρέγκλιτη έκτισή τους